Novela erutida ή literature erudite ή meta-monterna prosa poetica erudita. Έχω γράψει επανειλημμένως πόσο λατρεύω τους σύγχρονους μορφωμένους μετά το μεταμοντέρνο συγγραφείς και τα υβριδικά «πανεπιστημιακά» είδη που δημιουργούν εκ του ασφαλούς των ακαδημαϊκών τους τίτλων. Κάποτε εκτεθειμένοι κι εκτιθέμενοι εις τα όμματα και εις την κρίσιν των επαρκών αναγνωστών, αναδιφούν το συλλογικό ασυνείδητο μέσα από την προσωπική τους ιστορία, όταν ημπορούν (εις την καλλιτέραν των περιπτώσεων) να τη μεταπλάσουν σε σύμπαν αυτοδημιούργητο, καινοφανές και πρωτότυπο. Έχω βαρεθεί τις κατά λέξιν «ρεαλιστικές» εξομολογήσεις βίτσιων, αναπηριών, ψυχοπαθειών (δικών μας ή άλλων), εκδικητικής μανίας να καρφώσουμε ή να διακωμωδήσουμε τους «εχθρούς», τους αλλότριους, τους ξένους, με μισαλλοδοξία που δεν συνάδει με την υγιή πνευματικότητα και δεν περιποιεί τιμήν εις τον φιλόδοξον λογοτέχνην. Αυτή δεν είναι –ουδόλως– η περίπτωση της Ειρήνης Βενιέρη, η οποία με την «Αδίδακτη Ύλη» της επιδεικνύει υψηλόν ήθος, ύφος κι αισθητικήν, ως εάν να ήτο βγαλμένη από άλλους καιρούς, «άλλες εποχές και άλλη ήθη». Οι πάμπολλες διακειμενικές της αναφορές, η υφέρπουσα ποίηση, ο λογιοτατισμός, δίνουν στην πρόζα της μιαν απαστράπτουσα καλογυαλισμένη επιφάνεια, που δεν είναι τεχνητώς αναπαλαιωμένη, δεν επιδιώκεται καμία πατίνα Χρόνου ή σοβαροφάνειας, δεν δογματίζει, δεν επιβάλλει, δεν αρπάζει τον αναγνώστη από τον λαιμό, μόνον υποβάλλει (σεμνά και ταπεινά) έναν ερωτισμό άλλης κοπής, από αυτούς που μεγάλυναν κι ελάμπρυναν τις αθάνατες σελίδες της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Ναι, ο Έρωτας είναι Τέχνη για όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς, πόρρω απέχων της σαδομαζοχιστικής βαρβαρότητας του απρόσωπου, εναλλάξιμου, ανταλλάξιμου, εκποιήσιμου… Και η ερωτική λογοτεχνία είναι Τέχνη εις την νιοστήν, γιατί πρέπει να μεταπλάσεις το αόρατο και το υπερ-αισθητό με όρους απολύτως συμβατικούς μεν, θολούς και φευγαλέους δε. Αυτή η ισορροπία μετά αριστερού-δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, προσδίδει στην τέχνη του Λόγου μιαν διάσταση σχεδόν υπερ-φυσικήν (για να μην χρησιμοποιήσω τον τετριμμένο πλέον όρο «μετα-φυσική»). Ο ερωτικός λογοτέχνης (χωρίς να είναι κι απαραιτήτως ερωτικός άνθρωπος) υπερβαίνει το σώμα διά του Λόγου και δημιουργεί έναν άλλον υπερκώδικα, όπου το σώμα φαίνεται ως βότσαλο ή ως χοντροκομμένο σουβενίρ, «πτωχόν αντίγραφον του τελείου και τελειωμένου Κόσμου των Ιδεών», τον οποίο αναζητεί ο Μεγάλος Αλεξανδρινός Καβάφης. Με τη δοκιμιακή λογοτεχνία, με την αιρετική Φιλοσοφία να δρέπει λογοτεχνικές δάφνες και μετά, χάσαμε την αυθεντία, τον αυθορμητισμό, τη σιγουριά και την εκφραστική καθαρότητα του λαγαρού ερωτικού λόγου, όπως διασώθηκε από την προφορική παράδοση και την τυπογραφία. Σήμερα, το νοητικόν έχει υποσκελίσει το θυμικόν, πλην όμως χωρίς αυτό έρωτας δεν νοείται, παρά μόνον ως διαστροφή. Το λεκτικό παιχνίδι της προσέγγισης των σωμάτων έχει προ πολλού χαθεί ή συντομευθεί σε βαρετά (κι όχι πάντα απαραίτητα) «προκαταρκτικά». Σε αυτό το κυρίαρχο ρεύμα (“main stream”) των φληναφηματολογούντων, η Ειρήνη Βενιέρη στέκεται ως αντίπαλον δέος, ως ευσταλής στύλος, ως περιφανής ιστός φωτισμού κι αντιστέκεται στη λαίλαπα των ισοπεδωτών του Διαδικτύου, της Κυβερνητικής, της ηλεκτρονικώς αποχαυνωμένης εποχής μας. Πλάθει μιαν ψηφιδωτή ιστορία, συνυφασμένη με ποίηση, κινηματογράφο, φιλολογία και φιλοσοφία, χωρίς τίποτα να περισσεύει, χωρίς τίποτα να ξεφεύγει από το μέτρο του εφικτού. Αυτή η μεταμοντέρνα τεχνική του «κολάζ» ή «ζάπινγκ» κειμένων, εικόνων, ήχων, αισθημάτων κι αισθήσεων, θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε μιαν άλλη «λογική» πρόσληψης, αντίληψης και δημιουργίας του λογοτεχνικού προϊόντος και –ίσως– μακροπρόθεσμα σε έναν άλλον ανθρωποκεντρικότερο πολιτισμό με πανανθρώπινες αξίες παράγωγες του Ορφικού Έρωτος, που συνέχει το σύμπαν κι εξασφαλίζει την αρμονία του, ακόμα και μέσα από τις προσωρινές δυσαρμονίες… Άξιος ο κόπος της και γευστικοί οι καρποί του.