Άδειες ζωές

Πορτογαλία, δεκαετία 1960. Η δικτατορία του Σαλαζάρ καλά κρατεί και ο συντηρητισμός της εκφράζεται στο σύνολο της κοινωνίας (το σύνθημα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» προφανώς και μπορεί να εντοπιστεί και εκτός ελληνικής επικράτειας). Σε αυτή τη χρονική περίοδο εκτυλίσσεται η ιστορία με πρωταγωνίστρια την Ντόρα Ροζάριο, μια χήρα κοντά στα σαράντα. Η Ντόρα, αφοσιωμένη σύζυγος του Ντουάρτε –ενός άντρα σχεδόν παθητικά αδιάφορου για τη ζωή– και μητέρα της Λίζα, έχει μείνει χήρα λίγο πριν από τα τριάντα της και έχει ανακαλύψει απότομα τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Δίχως οικονομικούς πόρους και έχοντας εξαντλήσει κάθε δυνατότητα δανεισμού από γνωστούς, συνειδητοποιεί ότι από εδώ και στο εξής ο κόσμος θα χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα: στη μία πλευρά βρίσκονται η ίδια και η κόρη της και στην απέναντι όλοι οι υπόλοιποι. Μια γνωστή της τής βρίσκει δουλειά σε ένα κατάστημα με αντίκες, στο Μουσείο, όπως θα το ονομάσει χαριτολογώντας η Λίζα, και για μια δεκαετία η Ντόρα θάβεται ζωντανή σε αυτό. Μέχρι την ημέρα των δέκατων έβδομων γενεθλίων της Λίζα, όταν δυο διαφορετικά συμβάντα θα συνταράξουν τον κόσμο της. Αρχικά, ακούει την κόρη της να τη χαρακτηρίζει στους φίλους της ως μια γυναίκα «χωρίς ηλικία και χωρίς σωτηρία». Το ίδιο βράδυ, όταν θα τελειώσουν οι εορτασμοί, η πεθερά της , η ντόνα Άνα, της αποκαλύπτει ότι ο Ντουάρτε, ο άντρας που έχει θεοποιήσει η Ντόρα στο μυαλό της, ήταν έτοιμος να την αφήσει για μια άλλη γυναίκα λίγο πριν πεθάνει. Είναι μια αποκάλυψη που γκρεμίζει τον κόσμο της και την ωθεί να πραγματοποιήσει μια αλλαγή, να φύγει από τον μουντό κόσμο στον οποίο έχει καταδικάσει τον εαυτό της. Σε αυτή την κομβική στιγμή εμφανίζεται στο μαγαζί με τις αντίκες ο Ερνέστο και ολόκληρη η ζωή της οδηγείται σταδιακά προς την ανατροπή.

Γραμμένη το 1966, η νουβέλα της Maria Judite de Carvalho είναι μια σημαντική προσθήκη στη μεταφρασμένη πορτογαλική λογοτεχνία, καθώς δίνει την ευκαιρία στον Έλληνα αναγνώστη να έρθει σε επαφή με τη γυναικεία οπτική της πορτογαλικής πραγματικότητας εκείνης της περιόδου. Η ιστορία της Ντόρα αναπτύσσεται μέσα από την αφήγηση της φίλης της Μανουέλα, της επί χρόνια ερωμένης –και κατά συνέπεια περιορισμένης στο περιθώριο γυναίκας– του Ερνέστο και είναι μια αφήγηση κλιμακωτή, αφού από την αρχή δημιουργεί την προσδοκία μιας κομβικής στιγμής, ένα πριν και ένα μετά που θα καθορίσουν τη ζωή της Ντόρα και θα φέρουν στο προσκήνιο το κενό της μέχρι τώρα ύπαρξής της. Με ψυχραιμία και με ειλικρίνεια, η αφηγήτρια ξεδιπλώνει τη ζωή της φίλης της και παρουσιάζει τα γεγονότα που επηρεάζουν και τη δική της πορεία.

Καθώς εξελίσσεται η ιστορία γίνεται εύκολα φανερό ότι, παρόλες τις αποφάσεις της Ντόρα, τις επεμβάσεις της πεθεράς της ή τις προσδοκίες της Λίζα να γίνει αεροσυνοδός για να γνωρίσει τον κόσμο, η κινητήριος δύναμη προέρχεται από τους άντρες στην κοινωνία. Απόντες ή παρόντες είναι αυτοί και οι επιθυμίες τους που κινούν τα νήματα, που στρώνουν τον δρόμο ή στήνουν εμπόδια στη διαδρομή που οι γυναίκες προσπαθούν να χαράξουν. Κατά αυτόν τον τρόπο η νουβέλα της Carvalho παύει να αποτελεί μια ατομική ιστορία και καθίσταται ένα κοινωνικό σχόλιο για τα πρότυπα και τις νόρμες της εποχής της, που αν και φαντάζουν μακρινά, εξακολουθούν να υφίστανται – όχι μόνο στην πορτογαλική κοινωνία φυσικά.

Η πολύ καλή μετάφραση της Μαρία Παπαδήμα συμβαδίζει με το ύφος της αφήγησης και καθιστά το Άδειες ντουλάπες ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.