Ένα οδοιπορικό –που δε μοιάζει με τα άλλα– στην Πόλη του 20ού αιώνα
Ένα χρέος Τιμής
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι φιλόλογος, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Έζησε για οκτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Ασχολείται με την έρευνα πτυχών του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και με τις σχέσεις μεταξύ τους. Μερικά από τα βιβλία του είναι: «Τουρκικές παροιμίες», «Κανάλ ντ’ Αμούρ», «Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου», «Φαχισέ Τσίκα», «Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες», «Κωνσταντινούπολη, λογοτεχνική ανθολογία» κ.ά. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του «Ο γύρος του θανάτου» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, «’55», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα και είναι αφιερωμένο, όπως αναγράφεται στην αρχή του βιβλίου, «στους τελευταίους της ομογένειας αδελφούς που ζουν στην Πόλη».
Όπως δηλώνει ο ίδιος, το μυθιστόρημα αυτό είναι απόρροια της αίσθησης προσωπικού καθήκοντος: «Ζώντας με τους Πολίτες βίωσα εμμέσως την τραυματική, αξεπέραστη εμπειρία του μαύρου Σεπτέμβρη του ’55. Ένιωθα προσωπικό καθήκον να γράψω κάτι γι’ αυτό το κορυφαίο γεγονός –που είναι μια πληγή στην καρδιά του γένους– και που θα μπορούσε ίσως να μείνει στη λογοτεχνία». Ζώντας για οκτώ χρόνια στην Πόλη η οποία ασκούσε πάνω του μια έλξη μοναδική μπόρεσε να βιώσει ποικίλες εμπειρίες που στάθηκαν πολύτιμες για τη συγγραφή του μυθιστορήματός του.
Η Πολίτισσα ηρωίδα του, η Ταταυλιανή κυρά Μαρίκα Σεφέρογλου, δασκάλα στο επάγγελμα, είναι αρκετά μορφωμένη, δυναμική και επαναστάτρια. Δεν χαρίζεται σε κανέναν και η μεγάλη αγάπη της για την πατρίδα την τροφοδοτεί συνεχώς με δύναμη και κουράγιο για να ελπίζει και να ονειρεύεται την αναβίωση της ελληνικής ομογένειας: «Τι κι αν είναι φρεναπάτη, μανίτσα μου; Εμένα εκείνο το όνειρο το απατηλό θρέφει το μέσα μου το σακατεμένο. Αγωνιώ. … Μα ποιος ζει χωρίς ελπίδα, τζάνουμ; – Ναι, θα ξαναγυρίσουν όλοι πίσω, με λέγει. Και θα πιάσουν πάλι τα πόστα τους» (σελ. 446-447).
Μέσω της αφήγησης του βίου της μας μεταφέρει στην Πόλη του περασμένου αιώνα, με ιδιαίτερη φροντίδα στις λεπτομέρειες οι οποίες καταφέρνουν και αποτυπώνουν το κλίμα που επικρατούσε στην Πόλη πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εποχή του προσχεδιασμένου τουρκικού πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 εναντίον κάθε ρωμαίικου στοιχείου. Περιγράφονται με δραματική ένταση οι κατάφωρες αδικίες της οθωμανικής και νεοτουρκικής εξουσίας απέναντι στις μειονότητες, ιδίως στην ελληνική ομογένεια, οι σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στους Έλληνες και στους Τούρκους και η στάση του νεοελληνικού κράτους, το οποίο δυστυχώς δεν κατάφερε να συμβάλει στη διάσωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Το μαύρο Σεπτέμβρη του ’55 η ελληνική ομογένεια της Πόλης συρρικνώθηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Επιχειρήθηκε εν μιά νυκτί ο αφανισμός κάθε ρωμαίικου στοιχείου – το μένος και το μίσος των αφιονισμένων Τούρκων οι Ρωμιοί της Πόλης το ένιωσαν βαθιά στο πετσί τους.
«Τα λέγω και συνταράζονται τα σωθικά μου. Μα δεν γίνεται αλλιώς, μανίτσα μου. Διες τώρα τι τραβήξαμε απ’ εκείνον… Αυτός ήταν ο Ισμέτ πασάς, ο Ινονού, που ήταν ο πρωθυπουργός του Ατατούρκ και το δεξί του χέρι» (σελ.158). «Σε τι αμαρτίες πέσαμε άραγε, Παρθένα μου; Τι, θα αφήσεις να μας τα πάρουνε όλα οι Οθωμανοί; Τα κειμήλια της Ρωμιοσύνης; Που βάσταξε πεντακόσια χρόνια από τότε που έπεσε η Πόλη μας στα χέρια του Πορθητή που τη διαγούμισε απ’ άκρου εις άκρον; … Μην τους αφήσεις να τη μακελέψουνε ξανά την Πόλη μας. Θα μαγαρίσουν τις εκκλησιές και τ’ αγιάσματα, θα ταράξουν τη γαλήνη των νεκρών, θα κάνουν γιουρούσια στα σχολειά μας, θα κουρσέψουν τα μαγαζιά μας, θα κουρελιάσουν τις προίκες των κοριτσιών μας» (σελ.302).
Η αγάπη του Κοροβίνη για την Ιστορία είναι εμφανής και σε αυτό το μυθιστόρημα, καθώς βασίζεται σε σημαντική έρευνα του ιδίου που αφορά τόσο τα γεγονότα της εποχής στην οποία αναφέρεται όσο και γενικότερα στον ελληνικό πολιτισμό της Πόλης καθώς και στον τουρκικό και στη σχέση που υπήρχε μεταξύ τους. Ο λόγος του είναι μεστός και διαπνέεται από μια θέρμη για την ανάδειξη των πτυχών των συνταρακτικών γεγονότων για την πολίτικη ομογένεια και για όλη τη Ρωμιοσύνη. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του ’55 αποδίδονται, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Κοροβίνης σε συνέντευξή του: «σε οργανωμένο σχεδιασμό της Άγκυρας με παρότρυνση των Εγγλέζων και συγκάλυψη των Αμερικάνων. Η εφαρμογή τους ξέφυγε απ’ το αρχικό πλάνο, γιατί το κατευθυνόμενο λεγόμενο “παρακράτος” οδηγήθηκε με συνεπικουρία μέρους του αφιονισμένου λαού σε ανθελληνικά και αντιχριστιανικά έκτροπα πέραν πάσης φαντασίας».
Γινόμαστε και εμείς μάρτυρες των εκτρόπων αυτών μέσω της τραγικής ηρωίδας του Κοροβίνη, ο λόγος του οποίου στα σημεία αυτά –στην αφήγηση της ηρωίδας του– είναι σπαρακτικά δραματικός και ταυτόχρονα απίστευτα ρεαλιστικός –αυτό επιτείνεται και με τη χρήση του πολυτονικού– επιτυγχάνοντας έτσι το στόχο του, που είναι να βιώσουν και οι αναγνώστες τον πόνο που οφείλεται στη συρρίκνωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και στην απώλεια των ριζών μας έπειτα από ακραία και βίαια περιστατικά, τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Χρέος Τιμής αποτελεί και για εμάς η ανάγνωση του βιβλίου αυτού.