Ένας κόσμος παράλληλος και μέγας

Ένας άντρας που εδώ και πενήντα χρόνια παραμένει έξι ετών. Ένα μεταλλαγμένο ον που αναδύεται από μια υπό ανέγερση οικοδομή. Πόρτες που ανοίγουν και οδηγούν σε παλιές χρονολογίες. Είδωλα ενός πίνακα που ρέουν στο τοπίο ενός άλλου. Ιστορίες για λαγούς, κυνηγούς, γουρούνια, γάτες, χελώνες, γάτες, τρύπες, καθρέφτες με άποψη, υπόγεια που βιώνουν ένα ανυπέρβλητο κενό. Ο Ουφ και η Όχου, το πουλί Τιπιτιπιρού, το γκρινιάρικο Γλουγλού και έτερες πολλές παραμυθίες των οποίων η «αλήθεια» υπερβαίνει την αληθινότητα (sic) αυτού του κόσμου – την αίσθηση, δηλαδή, κάποιου πράγματος ότι αναπαριστά την πραγματικότητα με τρόπο επαρκή και ολικό.

Οι «40 κάπως περίεργες ιστορίες» της Παυλίνας Παμπούδη δεν είναι ιστορίες με παραδοξολογήματα, με ευφυείς κατασκευές που κλείνουν το μάτι στην ωφελιμότητα του Λόγου και σίγουρα δεν αποτελούν το αντίπαλον δέος στον μηχανισμό υψηλής πύκνωσης που φέρει κάθε άνθρωπος και συγκεφαλαιώνεται στην τυραννική λέξη «λογική».

Είναι ιστορίες ενός παράλληλου κόσμου, ίσως ενός υπερ – κόσμου που δεν κατασκευάζεται δίκην λογοτεχνικής εκζήτησης, αλλά ενυπάρχει ως ενθύμηση και ως προβολή.

Δεν έχουμε να κάνουμε με μαγικό ρεαλισμό, αλλά με μια ρεαλιστική εκδοχή της κρυμμένης μαγείας που μας περιβάλλει και την οποία η Παυλίνα Παμπούδη συλλέγει με τρόπο επιδέξιο.

Ο Ευγένιος Ιονέσκο έλεγε πως «μπορείς να προβλέψεις τα γεγονότα, μόνο αφού συμβούν». Στις ιστορίες της Παμπούδη συμβαίνουν γεγονότα πριν καν συμβούν, εκφέρονται λέξεις που στη συνέχεια ψάχνουν εννοιολογικό καταφύγιο, η ρευστότητα του κόσμου τους επέχει θέση προπαίδειας – ακολουθεί το «σκληρό» μάθημα της απατηλής πραγματικότητας που θα επιβεβαιώσει την ανυπαρξία της. Ό,τι βλέπεις υπάρχει μόνο αν το θελήσεις. Ό,τι δεν υπάρχει είναι ένα «προσωπικό ελάττωμα» αντιληπτικής ικανότητας.

Σε ένα άκρως δεσμευτικό τοπίο ρεαλιστικού κυνισμού, σαν αυτό της σήμερον, τούτες οι ιστορίες μοιάζουν να είναι (τω όντι είναι) ευχάριστα παράταιρες. Δεν χωρούν σε έναν κόσμο που τετραγωνίζει τη σκιά του.

Ο «μη – τόπος» των ηρώων της Παμπούδη, η απουσία χρονικότητας, η εγγενής  παράλειψη των παραδεδεγμένων διαστάσεων, δεν αποτελούν ένα εύγλωττο παιχνίδι που η συγγραφέας οικειοποιείται για τη «μετάφραση» της πραγματικότητας.

Είναι μια άλλη πραγματικότητα και ως τέτοια οφείλουμε να τη δεχθούμε ατόφια και γάργαρη. Σύμφωνα με τις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, πολλές από αυτές τις ιστορίες απαντώνται σε δύο προγενέστερες εκδόσεις, στα «15 ½ κάπως περίεργα παραμύθια» (Κέδρος, 1978) και στους «Μύθους για πολύ μεγάλα παιδιά» (Κέδρος, 2000), και φυσικά υπάρχουν και κάποιες καινούργιες.

Όλες μαζί διαμορφώνουν ένα σύμπαν μυστικιστικής ομορφιάς, προκλητικού συμβολισμού και μεταιχμιακού υπαινιγμού. Ίσως γι’ αυτό μπορούν να διαβαστούν άνετα από παιδιά που δεν θέλουν να μεγαλώσουν, αλλά και από μεγάλους που δεν επιθυμούν να φυλακίσουν το παιδί που κρύβουν μέσα τους. Όλοι οι υπόλοιποι απλώς θα προσπεράσουν, πιασμένοι από την αρπάγη της οικτρής καθημερινότητας. Ας πρόσεχαν.