Από τον έναν κύκλο, ο άλλος

360 μοίρες. Ο αριθμός που θέλγει τους διαιρέτες του και, μέσω τούτης της διαιρετότητάς του, μας προσφέρει μια θαυμαστή ποικιλία γωνιών θέασης. Μια γραμμή που ξεκινάει, θα κλείσει στον εαυτό της και πάλι από την αρχή θα προχωρήσει· ένα φίδι που αγκαλιάζει το σώμα του, μέχρι του σημείου να το εξαφανίσει.

Ο θαυμαστός κύκλος της ζωής.

Η βραχύσωμη, αλλά επί της ουσίας πολυπλόκαμη, νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη λειτουργεί κυκλοτερώς, θρυμματίζει τις αποστάσεις των γεγονότων, συμπλέκει και εμπλέκει πρόσωπα, δημιουργεί επάλληλους κύκλους, εντέλει διασπά τη γραμμικότητα του χρόνου σε ενότητες ατομικών χρονικών συνειδήσεων.

Η περίπτωση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι ιδιάζουσα (sic) στην ελληνική λογοτεχνία. Ό,τι ακριβώς είναι ο Arvo Pärt για τη μουσική, ο Μπέλα Ταρ για τον κινηματογράφο, ο Μοντριάν για τη ζωγραφική. Καίτοι μινιμαλιστής και λάτρης της μικρής φόρμας, οι δομές των βιβλίων του είναι υποδορίως πληθυντικές, φέρουν μια κινηματογραφική οικονομία (η σκηνοθετική ιδιότητά του δεν μπορεί να παραγνωριστεί) και λειτουργούν ως πολλαπλές αντανακλάσεις τού αυτού ειδώλου, κάτι που μας οδηγεί αναπόδραστα στον μετρ της «διακλάδωσης» Χόρχε Λουίς Μπόρχες (η συνάφειά τους είναι παγκοίνως γνωστή).

Το 360 είναι το πιο… μουσικό βιβλίο του Κυριακίδη. Διόλου παράδοξο που ένας αρμός της πλοκής συγκροτείται από κάποιον μουσικό συγγραφέα (ιδιότητες που εκχύνονται στον ίδιο καμβά). Πρόκειται για μια αντιστικτική σύνθεση, εν ολίγοις μια φούγκα, πάνω στην ανθρώπινη περίπτωση: δηλαδή πάνω στην ανθρώπινη κωμωδία. Πέραν του λεκτικού πυρήνα που συγκροτεί τη νουβέλα, ενυπάρχει –εμφανώς– η τονικότητα των μορφών, το τέμπο, τα stretto, οι αυξομειώσεις στον ρυθμό (δεξιοτεχνικά rubato και υπαινικτικά sforzando), για να συλλέξει τα πάντα –στο κεφάλαιο 1 που ακολουθεί το ακροτελεύτιο κεφάλαιο 9– σε ένα da capo απαράμιλλης λεπτότητας και υφολογικής αρτιότητας.

Εναρκτήρια σεκάνς: το ταξί που παρασύρει έναν ανυποψίαστο διαβάτη. Πέριξ αυτού, κυκλοφορούν πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμπλέουν, κυλούν παράλληλα, εναγκαλίζονται, διασπώνται.

Ο μουσικός συγγραφέας που αναφέραμε προηγουμένως, η πιθανολογούμενη μητέρα του, η απιστία του άντρα της με μια ψυχίατρο, ο γιος της Ιάσονας, η σερβιτόρα στο καφέ όπου πηγαίνει ο συγγραφέας που είναι παντρεμένη με έναν ταξιτζή ακραίων πολιτικών πεποιθήσεων (του… αρέσει να πλακώνει «αραπάκια») αλλά και αμφιλεγόμενων ερωτικών προτιμήσεων, η μητέρα της σερβιτόρας που πάσχει από προοδευτική έκπτωση της μνήμης της (έχει παραμείνει στην Αυστρία της παιδικής της ηλικίας), η ψυχίατρός της που δεν αντέχει τα ρατσιστικά σχόλια του ταξιτζή και βγαίνει από το αμάξι του – και προφανώς είναι εκείνη που έχει τον προεκτεθέντα παράνομο δεσμό.

Κάθε πρόσωπο φέρει μια ιστορία και μέσω αυτής δίδεται η σκυτάλη στον επόμενο πρωταγωνιστή, μέχρι που αυτός ο ιδιότυπος χορός των μελαγχολικών ατόμων της μεγαλούπολης θα συναχθεί –ξανά– σε μια και μόνη αρχή.

Λες και ο χρόνος είναι μια ζωγραφιά στο χαρτί· μια ουρά που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Είτε συμπτωματικά, είτε μοιραία, είτε εκ συστήματος, οι ήρωες του 360 προσομοιάζουν με τραγικές φιγούρες που οδεύουν πλησίστιοι προς τον βίαιο αφανισμό, προς την ερωτική παραζάλη· οιδιπόδεια συμπλέγματα, διακειμενικότητα, γέφυρες μετατροπίας, αντιστίξεις και κενά που εμπλέκουν τον αναγνώστη σε έναν λαβύρινθο: όλα τούτα σε μια διάταξη που θυμίζει αραμπέσκ. Ναι, η μουσική ενυπάρχει κυριαρχικά στη συγκεκριμένη νουβέλα. Ωσαύτως η υπαρξιακή αγωνία, το μεταιχμιακό βάρος, ο θάνατος ως επωδός κάθε κεφαλαίου, η σπαραχτική κραυγή «Το παιδί μου!».

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γράφει και γράφεται, ο αναγνώστης διαβάζει και… διαβάζεται, στο ενδιάμεσο στέκει ένα κείμενο εύπλαστης μεταφρασιμότητας (sic). Πώς αναγνωρίζει κανείς τον χρόνο; Πώς μπορείς να βρεις την αρχή και το τέλος του κύκλου; Κάθε άνθρωπος και οι προσλήψεις του.

Κι αν δεν έγινε κατανοητό: μόλις μπήκαμε ξανά στον λαβύρινθο.

Στο κεφάλαιο 1 του 360.