Οι ζωντανοί – νεκροί της Κολομβίας
Ο βαρύς ίσκιος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες· η υψηλή θερμοκρασία του «μαγικού ρεαλισμού» που εισήγαγε και συνακόλουθα μια σειρά στερεοτύπων (αναπόδραστων, κάποιες φορές) μετέτρεψαν την κολομβιανή λογοτεχνία σ’ ένα… μονοφωνικό όργανο, δίχως περαιτέρω εκπλήξεις.
Το μυθιστόρημα – ποταμός «35 Νεκροί» του δημοσιογράφου/σεναριογράφου Σέρχιο Άλβαρες, έρχεται να καλύψει αυτό το κενό και μάλιστα με τρόπο αριστοτεχνικό. Πρόκειται για κλασικό πικαρέσκο που «πατάει» σ’ έναν ρεαλισμό ατόφιο και έκδηλο, αναπλάθοντας τις ιστορικές, κοινωνικές και ηθικές μεταβολές της Κολομβίας σε ένα διάστημα τριανταπέντε ετών (1965 – 2000). Συγκριτικά, το μυθιστόρημα του Άλβαρες ομοιάζει με τον «Κόκκινο Απρίλη» του πασίγνωστου, πλέον, Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο. Μολαταύτα, πρόκειται για ένα αυτοφυές έργο για το οποίο ο Άλβαρες χρειάστηκε να κάνει δεκαετή έρευνα, να πάρει συνεντεύξεις από απλούς πολίτες της χώρας του, να σκάψει σε βάθος τη σύγχρονη ιστορία της Κολομβίας.
Οι «35 νεκροί» είναι –επί της ουσίας– η Οδύσσεια ενός φτωχοδιάβολου (από τους πολλούς που «φύονται» στην Κολομβία) που μέσα από τα ερείπια μιας χώρας παραδομένης στην ανομία προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανός· να αντέξει ακόμα μια ημέρα.
Ο πρωταγωνιστής είναι ένα τυπικό δείγμα λαϊκού ανθρώπου που βάλλεται από παντού, δίχως ελπίδα σωτηρίας. Η μητέρα του πεθαίνει πρόωρα, λίγο μετά τον τοκετό, ο πατέρας του αυτοκτονεί και την κηδεμονία του αναλαμβάνει μια θεία του. Ορφανός, ανερμάτιστος και δίχως κοινωνικές σταθερές, ο ήρωας, μετατρέπει τον εαυτό του σ’ ένα όργανο προς… ενοικίαση. Γίνεται απατεωνίσκος, ασπάζεται τον μαρξισμό και κάνει επαναστατικά όνειρα, αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο, αναγκάζεται να φορέσει το χακί του στρατού και στη συνέχεια να προσχωρήσει στις γραμμές μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης, να γίνει βαποράκι ναρκωτικών, να γευτεί τον μυστικισμό, να κάνει οικογένεια, να γίνει πατέρας και τελικά ολότελα αποκαρδιωμένος και κυνηγημένος να καταφύγει στη Μαδρίτη, δίχως κι εκεί να βρει τη Γη της Επαγγελίας του.
Η ζωή του πρωταγωνιστή κυριαρχείται από έρωτες που ξεκίνησαν ως σαρκική επιταγή για να τελειώσουν άδοξα και με πόνο. Μοιχείες, εξανδραποδισμοί, εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών ουσιών, βιαιότητα, ψυχολογικές ωμότητες και κάμποσα άλλα πάθη, διαμορφώνουν έναν κόσμο ετοιμόρροπο και επισφαλή. Το ίδιο συμβαίνει και σε ολόκληρη τη χώρα: τυχοκυνηγοί, καταδότες, ντίλερ, πόρνες, εξωνημένοι πολιτικοί, στρατιωτικοί δίχως ηθικούς φραγμούς, επαναστάτες του γλυκού νερού και πληρωμένοι δολοφόνοι οδηγούν την Κολομβία στο απόλυτο χάος. Ωσάν «προστατευτικός» υμένας, η λαϊκή μουσική (σάλσα, μπολέρο, βαγιενάτο) ακούγεται ως προανάκρουσμα φόνων, ερώτων, ελπίδων και παραιτήσεων. Τη στιγμή που ο θάνατος κυριαρχεί πάνω στην ευτέλεια της ζωής, η χαρά της στιγμής (ένας χορός, ένα τσιγαριλίκι, ένα πεταχτό φιλί γεμάτο πάθος) έρχεται να εξισορροπήσει την περίτρομη διαβίωση στη χώρα.
Οι ήρωες του Άλβαρες (υπάρχουν κάμποσες παρένθετες ιστορίες σε αυτή του πρωταγωνιστή) είναι έρμαια των παθών τους, των κοινωνικών συνθηκών, της κατακερματισμένης πραγματικότητας που ζουν. Είναι ήρωες και δειλοί ταυτοχρόνως· ερωτεύονται και προδίδουν αυτοστιγμεί· αλλάζουν ιδεολογικά στρατόπεδα δίχως ενδοιασμούς· αναζητούν έναν τόπο σωτηρίας και μόλις τον βρουν του βάζουν φωτιά και τον καταστρέφουν· αγαπούν τη ζωή, αλλά δεν διστάζουν να δολοφονήσουν για ψύλλου πήδημα.
Τούτος ο ίλιγγος και η φρενίτιδα της πλοκής αποτυπώνεται με θαυμαστό τρόπο από τον Άλβαρες. Με ρεαλισμό που… σπάει κόκαλα, με γλώσσα γεμάτη ρυθμικότητα στα όρια της ποιητικότητας και με ύφος που απορυθμίζει κάθε έννοια υπερβολής ή στράτευσης, καταφέρνει να φτιάξει ένα μυθιστόρημα αναφοράς.
Είναι αναγκαίο να επισημανθεί η μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου, καθώς κρατάει μέχρι τέλους αυτή την «ειδική συνθήκη» του μυθιστορήματος και δεν την προδίδει.