«Τέχνη», η λέξη που εξημερώνει τα θηρία. Το έγραφε με σαφήνεια στις «Πουτάνες Φόνισσες» και το έλυσε σαν εξίσωση, σε μισό μόλις αιώνα ζωής και σε κάθε λογοτεχνικού είδους βιβλίο. Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο, που γεννήθηκε το 1953 στο Σαντιάγο της Χιλής και πέθανε το 2003 στη Βαρκελώνη, μυθιστοριογράφος αλλά και διηγηματογράφος και πρωτίστως ποιητής, έγινε, ειδικά μετά θάνατον, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ένας από τους σπουδαιότερους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς.

Αλληγορικός, σκοτεινός, ειρωνικός, παιγνιώδης, ποιητικός και μεγάλος παραμυθάς, αφηγητής εξαίσιος, έκλεισε μέσα στις ιστορίες του όλο το λατινοαμερικάνικο και ανθρώπινο δράμα. Ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα, εξόριστος ή αυτοεξόριστος, χαμένος, ηττημένος και γι’ αυτό κερδισμένος, κατέλυσε τα σύνορα ζωής και τέχνης, αναζήτησε και κατόρθωσε τελικά ν’ αξιωθεί τη νέα τέχνη.

Ο έρωτας και ο θάνατος, το παιχνίδι και η πολιτική, η τέχνη της ζωής και της γραφής, το ανεπίλυτο αίνιγμα, το θέμα του.

Σαφές δείγμα η επιλογή ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού, προέκταση εκείνου του πολιτικού παιχνιδιού που απελευθέρωσε –και απελευθερώνει– όλο το ανθρώπινο σκοτάδι στο  «Τρίτο Ράιχ» (μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα, σελ. 397)

Με το πρώτο του μυθιστόρημα – ποταμό, «Άγριοι ντετέκτιβ» (μετάφραση: Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 711),  ο συγγραφέας ήδη παραδίδει μαθήματα ύφους, δομής, ανάλυσης και σύνθεσης, ιστορίας, αλληγορίας, ποιητικής τέχνης, ταξιδιωτικής αναζήτησης και ειρωνείας.

Στα διηγήματά του (που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας), «Τηλεφωνήματα», με αποδέκτες τη συγγραφική κοινότητα και «Πουτάνες φόνισσες», με 13 ιστορίες – παραλλαγές της απόγνωσης, του έρωτα, της γραφής, ο Μπολάνιο αποδεικνύεται και στυλίστας της μικρής φόρμας, έχοντας από πολλούς ήδη θεωρηθεί ως ο συνεχιστής του Μπόρχες – και όχι άδικα. Στις ιστορίες του ο συγγραφέας κατορθώνει να αφηγηθεί τ’ ανείδωτα και ανείπωτα. Μπαινοβγαίνοντας σαν αεράκι επιδέξια στο ρεαλιστικό και στο φανταστικό ή υπερβατικό, συνενώνοντας προσωπικό και ιδιωτικό με οικουμενικό και την πολιτική κατάσταση, χρησιμοποιώντας την ποίηση (είναι, ξεκίνησε ως σπουδαίος ποιητής), ατενίζει με θάμβος το διαρκές καθημερινό θαύμα.

Αφηγήσεις – αινίγματα, ανοιχτά στο ενδεχόμενο, παράδοξα ενσταντανέ ζωής στα διηγήματα και των δύο βιβλίων.

Η τελευταία του συγγραφική κίνηση, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι και πέντε. Το «2666», με μυθικό σχεδόν παρασκήνιο και παρελθόν και θερμότατη υποδοχή από όλο τον λογοτεχνικό και τον αναγνωστικό χώρο.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πεθαίνοντας (στις 15 Ιουλίου του 2003, σε ηλικία 50 χρόνων, σε νοσοκομείο της Βαρκελώνης) δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει το μεγάλο του μυθιστόρημα «2666» και παρά την επιθυμία του να εκδοθεί σε πέντε ξεχωριστά μέρη, ο εκδότης του Χόρχε Εράλδε, με τη σύμφωνη γνώμη της χήρας του Καρολίνα Λόπεθ, χάριν της συνοχής του έργου, εκδίδει σε έναν μόνο τόμο το μνημειώδες μυθιστόρημα των 1.166 σελίδων. Ο Μπολάνιο κατορθώνει κι εδώ το ακατόρθωτο: κάθε παράγραφος να είναι και όλο το μυθιστόρημα, κάθε σελίδα να εμπεριέχει την ιστορία, εκείνο που προηγήθηκε, την αρχή και το τέλος. Όπως η άμμος στο στρίφωμα του φορέματος της Μαντάμ Μποβαρί, ολόκληρη τη Σαχάρα. Στις σελίδες του, και ειδικά στο πρώτο βιβλίο («Οι κριτικοί»), τέσσερις παθιασμένοι καθηγητές της γερμανικής φιλολογίας αναζητούν τα ίχνη του Γερμανού συγγραφέα Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι. Βιβλιοφιλικό πάθος, λεπτή ειρωνεία, ψυχογραφικό βάθος χαρακτήρων και το μυστικό τού έτσι-χτίζεται-ένας-συγγραφικός-μύθος–στις-μέρες-μας.

Στο δεύτερο μέρος – βιβλίο («Αμαλφιτάνο») ο συγγραφέας Μπένο Φον Αρτσιμπόλντι θα συναντήσει τον ιδανικό αναγνώστη του σε έναν φαρμακοποιό, ενώ ο «Φέητ» (που βαφτίζει το τρίτο μέρος) είναι ένας δημοσιογράφος που γνωρίζει τη Ρόζα, την κόρη του Αμαλφιτάνο. Ο ιδανικός αναγνώστης μπορεί να είναι κρυμμένος παντού, μπορεί να είναι ό,τι και όποιος μπορεί να διανοηθεί ο καθένας. Στα «Εγκλήματα» (τέταρτο μέρος), που διαδραματίζονται στη Σάντα Τερέζα, ο Φέητ θα ζήσει όλη τη φρίκη της γης. Ενώ στο πέμπτο μέρος, επιτέλους, «Αρτσιμπόλντι», ο συγγραφέας – φάντασμα θα ξαναγεννηθεί. Και τα πέντε βιβλία – μέρη θα αποδειχθεί ότι έχουν ένα κρυφό κέντρο, ίσως είναι μια πόλη που είναι το κέντρο της Γης, ίσως κι εκείνο το μαγικό 2666, μια στιγμή στο προσεχές μέλλον όπου όλα θα σβήσουν ή θα απαντηθούν. Το βιβλίο, που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, θα μπορούσε να είναι  η ιστορία του, η ιστορία μας, ή η ιστορία του 21ου αιώνα.

Κατακερματισμένη και ολόκληρη ταυτοχρόνως, με μια αλλόκοτη συνοχή, με ένα νόημα ξεχωριστό για τον καθένα. Παρ’ ότι τα βασικά παραμένουν τα ίδια. Το ίδιο φως, δηλαδή, που για κάποιους μπορεί και να γίνει φωτιά. Ο ζωγράφος Αρτσιμπόλντι με τα αινιγματικά έργα (όλα είναι εκείνο που δείχνουν και χίλια δυο άλλα, αναλόγως για τον καθένα) και ο συγγραφέας – φάντασμα, συγγραφικό κλειδί κι εμμονή. Εξάλλου, έτσι δεν γίνεται; Τα μεγάλα έργα αυτονομούνται σχεδόν, το αποδεικνύει αυτό  ο Μπολάνιο με το ίδιο του το έργο. Ένα μυθιστόρημα που έχει τόσο πολλές αναγνώσεις όσες και αναγνώστες: αναλόγως με το τι ο καθένας μας κουβαλά, αποτελώντας –αν το σκεφτούμε καλά– και έναν ιδιότυπο καθρέφτη για τον καθένα.

Όπως και να ‘χει, και παρά τη σκληρότητα των επί μέρους στιγμών (και είναι μεγάλη στα «Εγκλήματα»), στο 2666 ο Μπολάνιο επιμένει κατ’ επανάληψη ότι η ζωή είναι παιχνίδι και φάρσα, είναι στιγμές που όλο αυτό το ασήκωτο, εν τέλει ναι, δεν είναι παρά μια ατέλειωτη φαρσοκωμωδία.