Ένα κράτος, η μνήμη και ο πόλεμος

Ποιο δόντι δαγκώνει τη σφαίρα; Ποιο χέρι κρούει το τύμπανο του πολέμου; Γιατί ο νικητής δεν λούζεται από άγρια χαρά; Αντιπολεμική λογοτεχνία (ήκιστα ακριβής κατηγοριοποίηση) σημαίνει πως η φαντασμαγορία του επικυρίαρχου στο πεδίο της μάχης τσαλακώνεται αυτοστιγμεί, η δόξα του κατακτητή κατακρημνίζεται, η αχλή του ηρωισμού είναι θαμπή και γρήγορα διαλύεται από τον ορίζοντα.

Το «1948» αξίζει να μπει στην ακριβή χορεία των βιβλίων που θρυμματίζουν κάθε ψευδαίσθηση γύρω από τους θριαμβευτές των λογής πολεμικών μετώπων. Εκεί όπου στέκει το “Catch 22” του Χέλερ και το «Σφαγείο Νο5» του Βόνεγκατ, εκεί και ο Κανιούκ, ως ένας Ισραηλινός μάρτυρας πολέμου, μπορεί να κείται στη μεριά των νικητών, ωστόσο η στάση και η κριτική του ματιά φλέγει κάθε επίσημη θέση του νεότευκτου κράτους για το οποίο και ο ίδιος πολέμησε και φλέγεται από ένα ανθρώπινο πάθος να κατανοήσει τι πήγε λάθος και γιατί όλος αυτός ο χαμός, το αίμα και ο σκοτωμός για ένα κράτος που ουδείς μπορούσε να πιστοποιήσει την αξία του.

Με πικρία αλλά και σαρκασμό, ο Κανιούκ επανέρχεται στα γεγονότα που στιγμάτισαν τα εφηβικά του χρόνια (μπήκε στον πόλεμο του 1948 όταν ήταν 17 χρονών) και προσπαθεί με κόπο να συγκεφαλαιώσει κάποια βασικά γεγονότα που όλα μαζί αναμετρώνται με τη μνήμη η οποία έχει την τάση να κρύβεται και να καλύπτει τα νώτα της.

Ο νεαρός Κανιούκ εντάχθηκε στην Παλμάχ, της ελίτ πολεμικής δύναμης της Haganah, πήρε μέρος στις μάχες γύρω από την Ιερουσαλήμ και στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων (Νάκμπα), τραυματίστηκε στη μάχη του Όρους Σιών, για να καταλήξει ναύτης σε ένα πλοίο που μετέφερε επιζώντες από το Ολοκαύτωμα στο Ισραήλ. Παράλληλα θέματα αναπτύσσονται και απλώνονται σε λέξεις ή, όπως θα έλεγε και ο Γκίντερ Γκρας, η μνήμη του Κανιούκ λειτουργεί ως κρεμμύδι που όσο το ξεφλουδίζει, τόσα περισσότερο δεδομένα και γεγονότα εμφανίζονται μπροστά του. Η μάχη με τους Άραβες, αλλά και το μίσος που απλώνεται εκθετικά μέρα με τη μέρα, ο ρημαγμένος στρατός του Ισραήλ που δεν έχει τίποτα το ένδοξο να παρουσιάσει, καθώς αποτελείται από εθελοντές οι οποίοι έχουν λάβει ελάχιστη εκπαίδευση, είναι πλημμελώς οπλισμένοι, ενώ μέσα τους αγνοούν την έννοια του κράτους για το οποίο πολεμούν. Παράλληλα οι επιζώντες από το Σόα (το Ολοκαύτωμα) πηγαίνοντας στο γενέθλιο τόπο έρχονται αντιμέτωποι με τη δυσπιστία των εκεί Ισραηλινών που δεν έχουν ιδέα για το τι ακριβώς έχει συμβεί στα κολαστήρια του Μπούχενβαλντ, του Άουσβιτς, του Μπέργκεν-Μπέλζεν και αλλαχού.

Για μια στιγμή: μιλάμε όλη αυτή την ώρα για την αφήγηση ενός Ισραηλινού για γεγονότα που χρειάζονται διπλή ανάγνωση έτσι ώστε να αποκτήσουν αληθινό βάρος. Ορθόν. Αν αυτή είναι η ισραηλινή αφήγηση, τότε χρειάζεται κι εκείνη των Αράβων για να συμπληρωθεί η εικόνα της πολύπαθης περιοχής. Λάθος. Στην πραγματικότητα ο Κανιούκ όσο ζούσε ποτέ δεν αποδέχθηκε την κυρίαρχη λογική του ισραηλινού κράτους. Το «1948» είναι σαν ένα θρηνητικό τραγούδι για τη χαμένη νιότη, για τα χρόνια που χάθηκαν μέσα στη μάχη, το φθόνο, το παράλογο του πολέμου, του λησμονημένου έρωτα. Οι λέξεις του ακολουθούν πιστά τη μετριοπαθή στάση που κράτησε στο Παλαιστινιακό ζήτημα. Ο Κανιούκ δεν ηρωοποιεί τον εαυτό του και τους συναγωνιστές του. Άλλωστε ο δικός του διοικητής ήταν αυτός που αποσκίρτησε και άφησε τους στρατιώτες του ακέφαλους στη μάχη.

Το «1948» χρειάζεται να διαβαστεί ως ένα ιστορικό υπόμνημα δίχως ιδεολογικές και εθνικιστικές αγκυλώσεις, αλλά και ως ένα λογοτεχνικό αποτύπωμα υψηλής αισθητικής. Ήταν το κύκνειο άσμα του Κανιούκ και έλαβε το βραβείο Sapir.

Η μετάφραση ανήκει στη Μαρίζα Ντεκάστρο και αναδεικνύει με λεπταίσθητο τρόπο τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του Κανιούκ, που έχει την ικανότητα να μεταβαίνει από τη μια σκληρή σκηνή σε άλλη που καθοδηγείται από το καυστικό χιούμορ του.