Ο Εθνικός Διχασμός (1914-1917) υπήρξε μία σειρά γεγονότων που επικεντρώνονται στη διένεξη μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά με την είσοδο ή μη της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κύρια γεγονότα της διένεξης αφορούν διαδοχικά την παραίτηση του Βενιζέλου, τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους με πρωτοβουλία του στη Βόρεια Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από στρατιωτική παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ. Η διένεξη αυτή χώρισε τη χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά. Κάποιες επιπτώσεις του χάσματος παρέμειναν έως το 1974 και την έκπτωση της μοναρχίας στην Ελλάδα. Μία σειρά από τραυματικά για την Ελλάδα γεγονότα, η Μικρασιατική Καταστροφή και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό απόρροια του Εθνικού Διχασμού.
Κύριο αίτιο του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η ριζική διαφορά απόψεων σχετικά με τη στάση της Ελλάδας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση και τον βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος επέμενε να καθορίζει αυτός και όχι η εκλεγμένη κυβέρνηση την εξωτερική πολιτική της χώρας, γεγονός που τον οδήγησε σε ανοικτή σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Βενιζέλο. Βάσει του Συντάγματος του 1911, είχε δικαιοδοσίες περιορισμένες, όμως η επιρροή του στους συντηρητικούς πολιτικούς της εποχής ήταν παραπάνω από έντονη. Το 1909 ξέσπασε το Κίνημα στο Γουδί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, με κύρια αιτήματα τις πολιτικές-διοικητικές μεταρρυθμίσεις, την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του στρατού με κύριο αίτημα την αποχώρηση του Διαδόχου και των πριγκίπων από τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Στο πρόσωπο του Βενιζέλου το στρατιωτικό κίνημα βρήκε τον κύριο εκφραστή του, τον οποίο και κάλεσε από την Κρήτη για να αναλάβει την εκπροσώπηση του κινήματος. Μετά τις εκλογές του 1910 ανέλαβε και πρωθυπουργός της χώρας.
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων ο Κωνσταντίνος τέθηκε επικεφαλής του στρατεύματος. Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού οφείλονταν κυρίως στους διπλωματικούς χειρισμούς της πολιτικής ηγεσίας (συμμαχία με Βουλγαρία και Σερβία το καλοκαίρι του 1912) και στον ηρωισμό των ελλήνων στρατιωτών, παρά στη φημολογούμενη στρατιωτική τέχνη του Κωνσταντίνου. Στα παρασκήνια, όμως, εκείνο το διάστημα δημιουργήθηκε το πρώτο χάσμα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, μια και ο Διάδοχος έθεσε ως προτεραιότητα την κατάληψη του Μοναστηρίου, ενώ ο πρωθυπουργός τον καλούσε να καταλάβει το συντομότερο δυνατό τη Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο γεγονός παρέμεινε γνωστό τότε μόνο σε περιορισμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους.
Στην περίπτωση του Εθνικού Διχασμού, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι δικαιώθηκε ο Βενιζέλος, τόσο στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής όσο και στο πεδίο της συνταγματικής νομιμότητας. Η Ελλάδα, έστω και καθυστερημένα, βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών. Αντίθετα, ηττήθηκε κατά κράτος η Γερμανία στην οποία είχε προσδεθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συμπαρασύροντας γενικά τους αντιβενιζελικούς.
O Eθνικός Διχασμός, που γνωρίζουμε όλοι ως σύγκρουση στην κορυφή, συγκλόνισε και διαίρεσε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, γεγονός πρωτοφανές στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Διέρρηξε κάθε κοινωνική σχέση, ακόμη και οικογενειακούς δεσμούς, και, ως εμφύλιος πόλεμος, πήρε σε ορισμένες φάσεις τη μορφή ενός αγώνα εξόντωσης του αντιπάλου, έξω από κάθε αγώνα και περιορισμό.
Στο βιβλίο του ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος –καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών– ερμηνεύει τον Εθνικό Διχασμό ως κρίση στη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και ως ταξική σύγκρουση. Ερμηνεύεται επίσης και ως διαμάχη που απέκτησε τελικά τις διαστάσεις εμφυλίου πολέμου. Ο συγγραφέας προσκομίζει και επικαλείται πραγματολογικό υλικό και ελέγχει σχολαστικά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Αν και μπορεί να θεωρηθεί από τον αναγνώστη ότι το βιβλίο μεροληπτεί υπέρ του Βενιζέλου και εις βάρος των αντιπάλων του, τούτο προκύπτει από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από προσωπική προκατάληψη του συγγραφέα. Εντελώς αντικειμενικοί παράγοντες συνθέτουν μια εικόνα περισσότερο θετική για τη μία πλευρά και περισσότερο αρνητική για την άλλη.