«… οι νεκροί ζηλεύουν τους ζωντανούς και το μόνο που αποζητούν είναι η συντροφιά τους.»

(σελ. 168)

Μετά το καθηλωτικό «1793, Τότε που βασίλευε η βία», με το οποίο ο Νίκλας νατ οχ Ντογκ (Niklas Natt och Dag) έλαβε πλήθος βραβείων, ενώ μεταφράστηκε σε περισσότερες από τριάντα χώρες, ο συγγραφέας επιστρέφει στις σκοτεινές μέρες της Σουηδίας με το δεύτερο μέρος της τριλογίας.

1794. Ο Ζαν Μίκαελ Καρντέλ έχει αφήσει πίσω του τα περσινά γεγονότα, όχι, όμως, και τον θάνατο του φίλου και συνεργάτη του Σεσίλ. Κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, οι μέρες που περνούν τον βυθίζουν σ’ έναν βούρκο γεμάτο αλκοόλ. Η Στοκχόλμη έχει γίνει αμαρτωλό μέρος, όπου βία, πορνεία, ποτό κι εξουσιαστική μανία, στοιχειοθετούν την εικόνα της πόλης. Ο Καρντέλ με το ένα και μοναδικό του χέρι καταφέρνει να πίνει θάλασσες ποτού και να επιστρέφει μεθυσμένος στο δωμάτιό του.

Μέχρι τη στιγμή που χτυπά την πόρτα του μια κυρία, η οποία ζητά να ανακαλύψει για λογαριασμό της τα πραγματικά αίτια του θανάτου της κόρης της Λινέα. Η Λινέα βρέθηκε κατακρεουργημένη την πρώτη νύχτα του γάμου της. Κι ενώ άπαντες θεώρησαν ότι ένοχος είναι ο σύζυγός της, γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας Τρε Ρούσουρ, ο οποίος ξύπνησε το επόμενο πρωί μέσα στα αίματα και χωρίς να θυμάται τίποτα, η μητέρα της Λινέα πιστεύει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ο Καρντέλ βλέπει την υπόθεση ως μια διέξοδο από το έρεβος της καθημερινότητάς του. Στον δρόμο του θα εμφανιστεί και ο μικρός αδερφός του Σεσίλ, ο Εμίλ, από τον οποίο θα ζητήσει τη συνδρομή για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Όμως ο Εμίλ ταλανίζεται από τους δικούς του δαίμονες που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Οι δυο άντρες, καθένας για να ξεφύγει από τα δεσμά του εαυτού του, επικεντρώνονται στην υπόθεση και αναζητούν στοιχεία που καταδεικνύουν το τι συνέβη πραγματικά εκείνο το βράδυ. Όμως, οι καταστάσεις οδηγούν τον Καρντέλ και τον Εμίλ πέρα από τα όρια, όπου η ηθική δεν συνάδει μερικές φορές με την αλήθεια.

Ο Νίκλας Νατ οχ Ντογκ ξεκινά το μυθιστόρημα με την αφήγηση του νεαρού Τρε Ρούσουρ, από την παιδική του ηλικία, τη γνωριμία και τον έρωτα με τη Λινέα, την εξορία από τον πατέρα του προκειμένου να ξεχάσει τη Λινέα και την επιστροφή του στη Στοκχόλμη για να παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπούσε. Στη συνέχεια παρατηρούμε τις εξελίξεις μετά το φονικό, αλλά και τα προσωπικά μονοπάτια του Καρντέλ και του Εμίλ, ώστε να φτάσουμε στην κάθαρση. Αυτό χαρακτηρίζει άλλωστε τα βιβλία του Σουηδού συγγραφέα, η τραγωδία, που εκτυλίσσεται σ’ ένα φόντο άκρως σκοτεινό, με τα χειρότερα παραδείγματα του ανθρώπινου είδους, και το μόνο που μπορεί να ελευθερώσει προσωρινά, τουλάχιστον κάποια πρόσωπα, είναι η κάθαρση.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, όπου κάθε μέρος απαρτίζεται από κεφάλαια, Η γραφή είναι τριτοπρόσωπη με εξαίρεση το πρώτο μέρος της αφήγησης του Τρε Ρούσουρ όπου είναι πρωτοπρόσωπη. Η γλώσσα του κειμένου ως επί το πλείστον άπτεται στην προφορικότητα του λόγου, όμως το ύφος δεν απεμπολεί τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Η πλοκή είναι για ακόμα μια φορά ιδιαίτερη, καθηλωτική, ασφυκτική ένεκα της ατμόσφαιρας και της εξέλιξης της ιστορίας. Οι χαρακτήρες που οικοδομεί ο συγγραφέας είναι πολύ πειστικού, καθώς ο αναγνώστης συμβαδίζει μαζί τους στον σκοτεινό δρόμο της ζωής τους.

Ο συγγραφέας έχει χτίσει έναν λογοτεχνικό κόσμο που βασίζεται στα ιστορικά γεγονότα, μετασχηματίζοντάς τα στη νέα –λογοτεχνική– πραγματικότητα, παρουσιάζοντας ένα βιβλίο που λίγο πολύ περιλαμβάνει πολλά είδη μυθιστορίας: θρίλερ, ιστορικό, αστυνομικό, αισθηματικό, κοινωνικό. Κι ο Νίλας Νατ οχ Ντογκ καταφέρνει να συνδέσει όλα αυτά τα είδη σ’ ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης.