Μία Ιταλίδα από την Αγγλία, η V.M. Giambanco, κάνει ένα δυνατό ντεμπούτο με αυτό το γρήγορο, κινηματογραφικό στη δομή του, και γεμάτο ένταση αστυνομικό μυθιστόρημα, που θα ικανοποιήσει σίγουρα τους φίλους του είδους.
Μια τετραμελής οικογένεια βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στο Σιάτλ, με μια ιδιαίτερη σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος, μέσα στο σπίτι της. Ανάμεσα στην ομάδα των αστυνομικών που αναλαμβάνει την εξιχνίαση της σκοτεινής υπόθεσης είναι η καινούργια ντετέκτιβ στο τμήμα Ανθρωποκτονιών, μια γυναίκα με διαταραγμένα παιδικά χρόνια και πείσμα που δεν σταματά μπροστά σε καμία δυσκολία. Παράλληλα και άλλα πρόσωπα εμπλέκονται στην υπόθεση, με βασικό πρωταγωνιστή επίσης έναν επιτυχημένο δικηγόρο, συνεργάτη και προσωπικό φίλο του πατέρα της οικογένειας, αλλά και ταυτόχρονα συνήγορο του μυστηριώδη άντρα που η αστυνομία θεωρεί τον βασικό ύποπτο της τετραπλής δολοφονίας: ελάχιστα είναι γνωστά γι’ αυτόν, ενώ οι φήμες τον θέλουν κατά συρροή δολοφόνο σε διάφορες ανεξιχνίαστες υποθέσεις από το παρελθόν. Το θύμα, ο δικηγόρος και ο ύποπτος για τους φόνους γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια, από μια περίεργη υπόθεση απαγωγής που έζησαν ως παιδιά, και έκτοτε έχουν διατηρήσει στενούς δεσμούς φιλίας και αλληλοϋποστήριξης. Είναι δυνατόν η φιλία τους να κατέληξε σε μια τόσο στυγερή δολοφονία;
Οι «Δεκατρείς μέρες» (που πήραν τον ελληνικό τίτλο τους από τα σημειώματα που στέλνει ο δολοφόνος), είναι ακριβώς εκείνο το είδος θρίλερ που έτσι και το ξεκινήσεις, δεν το αφήνεις από τα χέρια σου μέχρι να φτάσεις στην τελευταία του σελίδα. Με πολύ καλά πορτρέτα όλων των βασικών ηρώων, ανατροπές και αρκετές ιστορίες-παρακλάδια που διευρύνουν και συμπληρώνουν τη βασική πλοκή, κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη ώς το τέλος ενώ η καλή πένα της συγγραφέως κάνει την ανάγνωση να ρέει σαν νερό. Ο δυνατός γυναικείος χαρακτήρας της αποφασισμένης να βρει την άκρη του νήματος αστυνομικού, είναι στα μεγάλα ατού του βιβλίου κι από εκείνη κράτησα μια φράση με την οποία συμφωνώ απολύτως: «Όταν βρεθείς μπροστά σε τοίχο, δωσ ’του μερικές κλοτσιές για να δεις μήπως κουνιέται καμιά πέτρα».