Συνέντευξη με τη Μαρίνα Παπαγεωργίου
Η Μαρίνα Παπαγεωργίου, με αφορμή το βιβλίο της «Γλυκιά Πενικιλίνη» (εκδόσεις Ιωλκός), συνομιλεί με την Ελένη Κίτσου και το Booktimes.gr.
«Είμαστε αισθήσεις και αισθήματα», μου είπε εν μέσω συζήτησης. Και συμφωνώ απόλυτα.
Γλυκιά, ευαίσθητη, διακριτική, προσηνής, η Μαρίνα Παπαγεωργίου διαθέτει το χάρισμα να δημιουργεί μαγεία και ατμόσφαιρα «άμα τη εμφανίσει» και «άμα τη ομιλία» της.
Η «Γλυκιά Πενικιλίνη» είναι το πρώτο βιβλίο της και στάθηκε η αφορμή για να γνωρίσω καλύτερα το σπάνιο αυτό πλάσμα. Και μαζί με μένα και οι αναγνώστες της.
Ποια είναι η Μαρίνα Παπαγεωργίου;
Οι δρόμοι, οι σταθμοί και οι στάσεις, ως τώρα: η Αθήνα, όπου γεννήθηκα, η Κυψέλη, όπου μεγάλωσα (και πόσο χαίρομαι γι’ αυτό!), οι οικογενειακές ρίζες στην ορεινή Αργολίδα και στον Κολωνό. Κι έπειτα, το Εθνικό & Καποδιστριακό, όπου επιτέλους είχα την ελληνική και την αγγλική γλώσσα και τη λογοτεχνία στη ζωή μου, κάθε μέρα. Μετά, το πολυετές επίσημο φλερτ με τη μετάφραση που –αν και τεχνική– με κράτησε για οχτώ χρόνια στην «ταχυδακτυλουργική» τέχνη των λεξικών∙ κι έπειτα, η δημοσιογραφία, με τη δική της σύνταξη και το συντακτικό της. Στη συνέχεια, το αεροδρόμιο της Αθήνας, όπου ζω επαγγελματικά από το 1996∙ είναι ο τόπος όπου δεν γράφω λογοτεχνία, έχω όμως μια άλλου είδους «συγγραφική ζωή», που έχει κι αυτή την ποίησή της. Το 1998, ήρθε στη ζωή μου η κόρη μου, η Αθηνά. Η Αθηνά μεγάλωσε∙ και ήρθε το πρώτο βιβλίο μου η «Γλυκιά Πενικιλίνη», αφιερωμένο στην Αθηνά.
Ως παιδί, πώς ήσουν; Σου άρεσε να διαβάζεις;
Να διαβάζω και να γράφω. Η Ελληνική Μυθολογία, η σπιτική Ποιητική Ανθολογία, ο Βουλγαροκτόνος και ο Ντίκενς, οι «σπαρμένοι μάγια» Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, όλοι παρέα, στο κομοδίνο και στο πάτωμα. Το γράψιμο ήταν οι λευκές κόλλες τετραδίου όπου έγραφα επάνω με χαρά τον τίτλο «Κείμενο» – και άλλοτε γέμιζαν άλλοτε όχι, κάποιες με λέξεις, κάποιες με σκίτσα και λεζάντες. Και ατέλειωτο «αγορίστικο» παιχνίδι για άτακτα παιδιά, αλλά και θέατρο πολύ –όχι παιδικό– από νωρίς. Χάρη στη μητέρα μου.
Πώς άρχισε το ταξίδι σου στη συγγραφή;
Το οικογενειακό ανέκδοτο είναι η Αργοναυτική Εκστρατεία, που ξεκίνησα να γράφω με ομοιοκαταληξία στο δημοτικό. Από εκεί και πέρα, η συγγραφική πειθαρχία ανεστάλη για… αργότερα. Όμως το ταξίδι μέσα από τις λέξεις με διάφορα κείμενα ήταν πάντα εκεί. Οι προφορικές αφηγήσεις το ίδιο. Ημερολόγιο δεν έγραφα ποτέ, το κρυφό –και ολοφάνερο– πάθος ήταν η μυθοπλασία. Είχα και μια συνήθεια, να παρωδώ τα διόλου λογοτεχνικά επαγγελματικά κείμενα, μεταμορφώνοντάς τα σε παραλλαγές. Και, κάποια στιγμή, έφθασε η αληθινή στιγμή της συγγραφής∙ κι έτσι βγήκαν πράγματα «από το ντουλάπι» και από το συρτάρι.
Τι σημαίνει για σένα λογοτεχνία;
Η αφήγηση της ανθρώπινης ψυχής, η μουσική των λέξεων, οι γεύσεις και οι μυρωδιές του κόσμου, η ζωή που ξεπερνά τη φαντασία, η φαντασία που χρειάζεται η ζωή.
Συγγραφείς που σε έχουν καθορίσει ή/και σε έχουν αλλάξει; Βιβλία που αγαπάς και που για κάποιο λόγο γυρνάς και ξαναγυρνάς σε αυτά;
Η δύσκολη ερώτηση. Αυτό που μυεί και συνεπαίρνει έναν άνθρωπο στην αγάπη της γραφής, είναι τα αναγνώσματα, τα διαβάσματά του. Ξεκινώντας από τα «σημαδιακά» πρώτα διαβάσματα κι εκείνα της εφηβείας και της νιότης.
Ό, τι έχεις διαβάσει, σε έχει καθορίσει∙ και κάποια βιβλία σε αφήνουν με ένα αίσθημα μοναξιάς τη στιγμή που τελειώνουν, σαν να χάνεις τον αγαπημένο σου συγκάτοικο. Είναι ανάμεσα σε εκείνα που επισκέπτεσαι ξανά. Και οι επιρροές, τα αναγνωστικά βιώματά σου σε επισκέπτονται κι εκείνα. Είναι τυχαίο πως, σε ένα από τα διηγήματα της Πενικιλίνης που ιχνογραφεί μια συνοικία, το μολύβι μου έγραψε «στο 10 μένετε;». Ούτε στο 7 ούτε στο 9. Καραγάτσης, ασυναίσθητα. Ή πως μια γάτα την ονόμασα χωρίς σκέψη «Μιρχάν», όπως ο Μαύρος των Εμπόρων του Παπαδιαμάντη;
Ένα έργο ή αποσπάσματα ή σκηνές ή χαρακτήρες ή φράσεις, σημαδεύουν τον αναγνώστη. Η μικρή μαντλέν του Προυστ, οι μονόλογοι του Σέξπιρ, ο κόσμος του Κάφκα, ο Γκόγκολ, ο Τσέχοφ, το πέλαγος του Μόμπι Ντικ, ο υποχόνδριος Άσερ του Πόε, η Ινδοκίνα της Ντιράς, το Μακόντο του Μάρκες, ο Δουβλινέζος Τζόις. Νομίζω πως μπορώ να περνώ μέρες και μέρες μέσα στο Writers’ Museum του Δουβλίνου, ξανά και ξανά, παρέα με τη μεγάλη ιρλανδική παράδοση της αφήγησης. Από τον Σουίφτ, στον Μπάνβιλ.
Διήγημα ή μυθιστόρημα; Τι προτιμάς ως αναγνώστρια αλλά και ως συγγραφέας;
Η οικονομία, η ποίηση και η μουσική της μικρής φόρμας και το πληθωρικό σύμπαν, η σύνθεση του μύθου στο μυθιστόρημα –ο κύκλος της ζωής και των δύο– με μαγεύουν το ίδιο ως αναγνώστρια. Χαίρομαι να «κατοικώ» στο κείμενο, άλλοτε περισσότερο στο μυθιστόρημα, άλλοτε στο διήγημα. Η αναγνωστική «ζωή» και εμπειρία δεν συμβαδίζουν απαραίτητα, χρονικά, ποσοτικά ή ποιοτικά, με την έκταση της αφήγησης. Ως συγγραφέας, επιθυμώ να κατοικήσω και στα δύο.
Η συλλογή διηγημάτων «Γλυκιά Πενικιλίνη» είναι το πρώτο σου βιβλίο. Μίλησέ μας γι’ αυτό.
Είναι το πρώτο βιβλίο μου και αποτελείται από δεκατέσσερις ιστορίες, αθηναϊκές ή της ελληνικής επαρχίας. Είναι οι άνθρωποι, ο χρόνος και οι τόποι, τα ανεξίτηλα σημάδια και οι κρότοι στιγμών ελάχιστων – και η δημιουργική δύναμη της μνήμης. Σε άτακτη χρονολογική σειρά, ο αναγνώστης μετατοπίζεται σε διαφορετικό σκηνικό και χρόνο, όπου του συστήνονται πρόσωπα, κατοικίες, συνοικίες, εποχές και στιγμές. Ξεκινώντας από τη Βικτώρια, που έγινε ο πρώτος «σταθμός» του βιβλίου, η αφήγηση περνά από τον Κολωνό του 1920, στέκεται στην κατοχική Κυψέλη, στην αθηναϊκή συνοικία του 1980 και στην πολυκατοικία-γειτονιά του ‘70, στον Άγιο Παντελεήμονα του ‘50. Ξεφεύγοντας από το αθηναϊκό αστικό τοπίο, η αφήγηση επεκτείνεται και αλλού, σε κάστρα της Πελοποννήσου, σε «κοινότητες» του βουνού ή σε έναν θαλασσόβραχο∙ και τα πρόσωπα αντικατοπτρίζουν διαφορετικές διαδρομές αλλά και «συγγένειες» στον χρόνο. Είτε πρόκειται για την ψυχοκόρη Αποστολική, είτε για τον σινεματζή από το Μενίδι, είτε για τον αλαφροΐσκιωτο Θύμιο που πουλάει θυμάρι σε ματσάκια, είτε για την Τασία του νεροχύτη, τον επιστολολάτρη ή τους μικρούς καραγκιοζοπαίχτες.
Οι ιστορίες που αφηγείσαι πώς προέκυψαν; Ποιο το έναυσμα; Τι, ενδεχομένως, σε ενέπνευσε; Είναι καθαρά μυθοπλαστικές ή περιέχουν και «αληθινά» στοιχεία, είτε δικά σου είτε ανθρώπων που γνωρίζεις;
Μύθοι και αλήθειες. Οι αφετηρίες στη μυθοπλασία είναι είτε μεγάλα είτε μικροσκοπικά ερεθίσματα, που απεικονίζονται σε μεγέθυνση ή σε «γεύσεις». Οι ιστορίες της «Γλυκιάς Πενικιλίνης» είναι φανταστικές. Αλλά, ναι, υπάρχουν και θραύσματα από αληθινά στοιχεία. Πάντα δεν υπάρχουν; Ορισμένες φορές μάλιστα, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε, κρυμμένα βιώματα ενσωματώνονται στην αφήγηση. Είτε κάποιο πρόσωπο, είτε μια εικόνα ή μια φράση, ενώνονται και ζυμώνονται με τη μυθοπλασία και γίνονται κι εκείνα συστατικά φανταστικά ή σκιές της πραγματικής εικόνας τους. Άλλωστε, όπως είπα και πριν, το μολύβι δεν οδηγούσε ποτέ το χέρι μου σε προσωπικό ημερολόγιο.
Γράφτηκαν όλες μαζί;
Μία μία γειτονιά γράφτηκαν, χωρίς προηγούμενη «σκηνοθεσία» ή σειρά. Και με κάποια χρονικά κενά στο γράψιμο, σαν απιστία, όταν το εικοσιτετράωρο γινόταν ασφυκτικό λόγω της παράλληλης επαγγελματικής ζωής. Με «διαλείμματα για τον αναγνώστη» – διάβαζα ώσπου να ξεκινήσει η επόμενη ιστορία, που είχε ήδη αποκτήσει αρκετές ιδέες και ουσίες στο μυαλό μου και στο σημειωματάριό μου. Το σημειωματάριο αυτό, παρεμπιπτόντως, έχει γυρίσει φυσικά όλη την Αθήνα –και αρκετή Ελλάδα– έχει όμως ταξιδέψει και ως τη Σανγκάη. Βρίσκεται πάντα στην τσάντα ή στην τσέπη, όπως η ταυτότητα ή το διαβατήριο.
Εδώ και αρκετό καιρό εργάζεσαι στο αεροδρόμιο της Αθήνας, στο Γραφείο Τύπου. Κάτι που σημαίνει ότι καθημερινά έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο. Αυτό έχει επηρεάσει τη γραφή σου και τα θέματα που επιλέγεις; Ή, ακόμα, έχει αποτελέσει και αφορμή για κάποιες από τις ιστορίες σου;
Είναι μυστήριο –ή και όχι– πώς με τόσες ιστορίες και εικόνες γύρω μου, σε ένα σταυροδρόμι ανθρώπων, δεν επέλεξα να αποτυπώσω στιγμές ή δεν βρίσκεται εκεί η πηγή και η αφετηρία των αφηγήσεων. Όχι, το ταξίδι της δικής μου μυθοπλασίας δεν γίνεται με αεροπλάνο, είναι μια λέξη ανύπαρκτη στο βιβλίο. Δεν υπάρχουν, φανερά ή κρυφά, ούτε τα περιστατικά, ούτε η ατμόσφαιρα, ούτε τα πρόσωπα στις ιστορίες μου. Τα ερεθίσματα είναι άλλα. Αλλά ποιος μπορεί ποτέ να πει συνειδητά ποια είναι η ακριβής σύνθεση των ερεθισμάτων του που γίνονται μυθοπλασία;
Σε ποιους απευθύνεσαι με τις ιστορίες αυτές και τι θα ήθελες να μεταδώσεις σε όσους τις διαβάζουν;
Σίγουρα απευθύνομαι όχι μόνο σε όσους έχουν ζήσει τις δεκαετίες όπου τοποθετούνται τα διηγήματα, και, βέβαια, όχι μόνο σε όσους έχουν ζήσει στους συγκεκριμένους τόπους. Άλλωστε ποιος ανάμεσά μας πλέον έχει ζήσει τον Κολωνό του 1920; Και δεν είναι όλοι Κυψελιώτες ή θυμούνται το «παλιό Νέο Φάληρο». Η μνήμη, όμως, δεν μας αφορά όλους;
Ένα κοριτσάκι με ρώτησε πρόσφατα «τι είναι η πενικιλίνη» και κουβεντιάσαμε για το γλυκό γράμμα «λάμδα» και για τη γεύση που δίνει στις λέξεις. «Μου φαίνεται όμορφη λέξη», μου είπε. Οι συνειρμοί των εικόνων, της ατμόσφαιρας και της κάθε λέξης ανήκουν σε κάθε αναγνώστη. Εύχομαι η «Γλυκιά Πενικιλίνη» να δώσει γλυκές, θα δώσει και γλυκόπικρες, στιγμές ανάγνωσης μέσα από τις σελίδες της και, όταν κάποιος αναγνώστης μού λέει «… επίσης, γέλασα», αυτό είναι μια πολύ γελαστή στιγμή για μένα.
Ποια τα συναισθήματά σου τώρα που η «Γλυκιά Πενικιλίνη» βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Χαρά. Η «Γλυκιά Πενικιλίνη» βγήκε «από το σπίτι» και τώρα πια τη μοιράζομαι∙ βρίσκεται με σπουδαία συγγραφική «συντροφιά» μέσα στα βιβλιοπωλεία και, πλέον, στα χέρια αναγνωστών και φίλων του βιβλίου, που κάθε ένας έχει τη δική του ξεχωριστή ματιά. Χαρά νιώθω, μια λέξη απλή, με σπουδαίο ειδικό βάρος.
Σκέφτεσαι, στο μέλλον, να στραφείς στη συγγραφή μυθιστορήματος; Ή να περιμένουμε κάποια νέα συλλογή διηγημάτων;
Πολλά πράγματα περιμένουν στο μυαλό και στα σχεδιάσματα, για να διαγράψουν τον κύκλο της ζωής μίας ή περισσότερων αφηγήσεων. Είτε στην πυκνή φόρμα του διηγήματος είτε κάνοντας «στροφή», όπως το λες, στο μυθιστόρημα.
Και επειδή τα διηγήματα της Γλυκιάς Πενικιλίνης είναι δεκατέσσερα, να και μια δέκατη τέταρτη σκέψη –σκέψη «του αναγνώστη»– χωρίς ερώτηση:
Το διάβασμα είναι σπουδαίο πράγμα∙ τόσα ωραία βιβλία που δεν διαβάσαμε ακόμη, μας περιμένουν. Όπως λέει και η μικρή, στη «Γλυκιά Πενικιλίνη», για τα βιβλία της, «αγορασμένα από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, μοσχοβολούσαν αδιάβαστες σελίδες».
Η Μαρίνα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Μεγάλωσε στην Κυψέλη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η επαγγελματική διαδρομή της ξεκίνησε από τη μετάφραση και συνεχίστηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Από το 1996 εργάζεται στο αεροδρόμιο της Αθήνας, όπου είναι υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου. Η «Γλυκιά πενικιλίνη» είναι το πρώτο βιβλίο της.