Έχουμε διαβάσει: 3.192 βιβλία

Συνέντευξη με τον Νίκο Φαρούπο

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο «Ο αρχιβιβλιοθηκάριος και άλλες ιστορίες» με το οποίο επιστρέφετε στο φανταστικό διήγημα. Πώς θα περιγράφατε ο ίδιος αυτές τις ιστορίες;

Θα τις περιέγραφα σαν μία εξερεύνηση των πνευματικών, και συχνά σωματικών μας αντοχών. Οι ήρωες των ιστοριών πάσχουν, ανησυχούν, νιώθουν εγκλωβισμένοι, περικυκλωμένοι από ακατανόητες απειλές που έχουν εγκατασταθεί για τα καλά γύρω τους ή μέσα τους. Βρίσκεται σε κίνδυνο η πνευματική τους υπόσταση, η καριέρα τους, ο έρωτάς τους, η ίδια η ύπαρξή τους. Το μόνο όπλο που έχουν ενάντια στην επιδρομή του παραλόγου και του φόβου είναι ο ορθολογισμός τους, αλλά στην περίπτωσή τους δεν φαίνεται να βοηθάει πολύ.

Το 2010 είχαν προηγηθεί “Οι ιχνηλάτες του σκότους”, οπότε δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με αυτό το είδος. Τί είναι αυτό που σας ελκύει στο φανταστικό;

Πριν τους «Ιχνηλάτες του σκότους» είχε εκδοθεί η μελέτη «Ο κόσμος των φανταστικών όντων των αρχαίων Ελλήνων», μια κοπιαστική δουλειά για την οποία καμαρώνω ιδιαίτερα, και το «Οι αυριανοί έρωτες θα είναι οι καλύτεροι», τρεις ανεξάρτητες νουβέλες, που όλες μαζί συνθέτουν ένα μυθιστόρημα σε τρεις πράξεις. Αφορά βεβαίως περισσότερο στο Science Fiction, αφού πρόκειται για ερωτικές ιστορίες ενός δυστοπικού μέλλοντος, αν και υπάρχουν ανεπαίσθητες επιρροές από τους Πόε, Μπόρχες και Γκοτιέ. Όμως με τους «Ιχνηλάτες του σκότους»  πραγματοποίησα ένα παλιό μου όνειρο: να «παντρέψω» τον μέγα Λάβκραφτ με την πολυδιάστατη ελληνική μυθολογία, που ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά και την τίμησε έξυπνα -και ευδιάκριτα- στον κόσμο των Μεγάλων Παλαιών του.

Αυτό που με ελκύει στο φανταστικό είναι ότι εξερευνά με έμμεσο τρόπο, το σκοτάδι γύρω μας αλλά και τα εσωτερικά μας Τάρταρα ωθώντας μας όλο και πιο κοντά στο μεγαλείο -ή την κατάρα- της αυτογνωσίας. Και ότι είναι, όπως είπε ο Γκοτιέ, «το μόνο όπλο ενάντια στην πραγματικότητα». Προσοχή: «όπλο ενάντια», με την έννοια ότι την πολεμά, τη βελτιώνει, τη σφυρηλατεί ή την αμβλύνει, και όχι μέσον απόδρασης-φυγής από την πραγματικότητα, όπως λένε μερικοί για το φανταστικό αλλά και για τη λογοτεχνία γενικότερα.

Άργησα να ασχοληθώ με το είδος, αν και το αγαπώ ιδιαίτερα, αλλά πάντα συγκέντρωνα ιδέες και αδημονούσα να έρθει η ώρα για να τις ολοκληρώσω. Κάποια στιγμή οι ιδέες αυτές πήραν συγκεκριμένη μορφή, μεγάλωσαν και με υποχρέωσαν να καταπιαστώ μαζί τους. Ευτυχώς μου συμβαίνει συχνά αυτό.

Νομίζω πως θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κοινά μοτίβα μεταξύ των ιστοριών που περιλαμβάνονται σε αυτές τις δύο συλλογές. Θα λέγατε κι εσείς πώς υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία-εμμονές στα οποία επανέρχεστε;

Σαφώς υπάρχουν, έχετε δίκιο. Κατ’ αρχάς η αρχαιότητα: Στην πρώτη ιστορία η πανέμορφη ναυαγός είναι μία από τις Σειρήνες, η Θελξιέπεια. Πρόκειται για μια ερωτευμένη -αθάνατη- νέα γυναίκα που όμως δεν μπορεί να απαρνηθεί την τερατώδη φύση της. Στην άλλη οι ήρωες είναι ένας καθηγητής και σύγχρονος Ορφέας, ένας διανοούμενος αγιορείτης μοναχός, λάτρης του Δωδεκάθεου, και μια Αυγή-Ευρυδίκη-Περσεφόνη-Εκάτη, μια γυναίκα που σε παρασύρει στον Άδη και εσύ πας γιατί  θες να είσαι μαζί της και ελπίζεις ότι δεν θα την (ξανα) χάσεις από κάποιο τραγικό λάθος. Στην άλλη ιστορία υπάρχει η Τρύπα, ένας σύγχρονος Καιάδας, απ’ όπου ξεπηδούν σκιές δολοφονημένων, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, που δεν βρήκαν ποτέ δικαίωση. Σε μια άλλη ένας Ολλανδός γκουρού-φρικιό εξερευνά με το κότερό του και την παρέα του τις πύλες του Άδη στα νησιά και στην Πελοπόννησο, καθώς γνωρίζει ότι μια από αυτές θα αποτελέσει την πύλη εξόδου των Μεγάλων Παλαιών από την δική τους άβυσσο. Όσο για τα στοιχεία-μοτίβα στα οποία επανέρχομαι και στα δυο αυτά βιβλία είναι, εκτός από την αρχαιότητα, ο λaβκραφτικός κόσμος, η μάχη του ορθολογισμού-ρεαλισμού με το ανορθολογικό-παράλογο-φανταστικό, ο «επικίνδυνος» έρωτας, ο τρόμος και ο θάνατος. Κλασικά μοτίβα, σκοπεύω να επανέρχομαι συχνά σε αυτά. Η λογοτεχνία τρόμου συνδιαλέγεται με τους μύχιους φόβους μας. Κι αυτή η συνδιαλλαγή με το ασυνείδητο βοηθάει να ανακαλύψουμε πολλά πράγματα για τη ζωή και τον εαυτό μας που δεν γνωρίζαμε και που δεν φανταζόμασταν ότι υπάρχουν. Ό,τι ακριβώς κάνει και η κλασική (ρεαλιστική, νατουραλιστική) λογοτεχνία. Προσπαθούν και οι δύο, από διαφορετικούς δρόμους, να ερμηνεύσουν το παράλογο του βίου, που συνοψίζεται, με τρομερό και απόλυτο τρόπο, στην περίφημη φράση του Λάβκραφτ «τα πάντα οδεύουν με τρόπο αναπόφευκτο και μυστηριώδη στο μοιραίο».

Πώς προκύπτει η ιδέα ενός διηγήματος και πότε θεωρείτε ότι έχετε ολοκληρώσει την γραφή του;

Είμαι, συνήθως, δύο βιβλία μπροστά από αυτό που εκδίδεται. Έτσι μου συμβαίνει γιατί, ενώ γράφω ένα βιβλίο, έρχονται απρόσκλητες ιδέες για το επόμενο ή τα επόμενα. Για να μην παρασύρομαι λοιπόν από το ένα στο άλλο και χάνομαι, κρατάω σημειώσεις, οι οποίες όσο περνάει ο χρόνος πολλαπλασιάζονται και σχηματίζουν μια εκτεταμένη περίληψη, που αποτελεί τη μαγιά του επόμενου βιβλίου. Έτσι, ξεκινώντας να γράφω κάτι νέο έχω όχι μόνο την ιδέα, αλλά και σημειώσεις για τα πρόσωπα και τη δομή του, είτε πρόκειται για διήγημα είτε για μυθιστόρημα. Είναι μάλιστα σε τέτοια μορφή που με υποχρεώνει -που λέει ο λόγος- να το τελειώσω. Όταν φτάσει η ώρα του να εκδοθεί, έχει αποκτήσει περίπου δυο χρόνια «ωρίμανσης» και, μαζί με την περίοδο των διορθώσεων, φτάνει στην καλύτερη-δυνατή μορφή του.

Στη χώρα μας η ενασχόληση ενός ώριμου συγγραφέα με την φανταστική λογοτεχνία αποτελεί  μάλλον εξαίρεση, παρόλο που τα τελευταία χρόνια η εικόνα αυτή φαίνεται να αλλάζει. Ποια είναι η δική σας εντύπωση σχετικά με την εξέλιξη της βιβλιοπαραγωγής σήμερα στο είδος αυτό ;

Η λογοτεχνία του φανταστικού έχει πολλά είδη, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, με κυριότερα τη λογοτεχνία (υπερφυσικού) τρόμου, την επιστημονική φαντασία (SF), και την επική ή ηρωική φαντασία (fantasy). Υπάρχει βεβαίως και το σπουδαίο κυβερνοπάνκ. Θα έλεγα πως στην εποχή μας ασχολούνται αρκετοί με όλα τα είδη, το αναγνωστικό κοινό αυξάνεται και η κριτική έχει πλέον αποδεχτεί το φανταστικό ως ένα ισότιμο, με την «κυρίαρχη» λογοτεχνία, είδος. Παράδοξο που άργησε να το κάνει, αν σκεφτεί κανείς πόσοι συγγραφείς – μεγαθήρια ασχολήθηκαν με το φανταστικό σχεδόν σε όλες τις μορφές του. Ο κατάλογος είναι εντυπωσιακός: Χόφμαν, Πόε, Στίβενσον, Βερν, Γκοτιέ, Γουέλς, Χάξλεϋ, Ασίμοφ, Τόλκιν, Kλαρκ, Σέλεϊ, Γκόγκολ, Τολστόι, Γκαίτε, Κινγκ, Λάβκραφτ, Ντικ, Κάφκα και Μπόρχες, με την ευρύτερη έννοια του φανταστικού, και πόσοι άλλοι ακόμα. Στη χώρα μας η καθυστέρηση της αναγνώρισης οφείλεται σαφώς στην ασυγκράτητη πολιτικοποίηση όπου για χρόνια δεν τολμούσε εύκολα συγγραφέας ή σκηνοθέτης να ασχοληθεί με οποιοδήποτε θέμα δεν είχε άμεση σχέση με τα κοινωνικοπολιτικά ήθη, πάθη και δρώμενα. Αυτό έχει πια υποχωρήσει, αν και η κρίση επανέφερε αυτή την «ανάγκη» στην επικαιρότητα. Τέλος πάντων πρέπει κάποια στιγμή όλοι να αντιληφθούμε ότι μπορείς να μιλήσεις για οποιοδήποτε θέμα, σε οποιαδήποτε εποχή, με οποιοδήποτε τρόπο και ύφος. Και ότι δεν υπάρχουν στεγανά στη λογοτεχνία, το αντιλαμβάνονται όλο και περισσότεροι αυτό. Όσο για το είδος που κυριαρχεί στις πωλήσεις είναι σαφώς το fantasy το οποίο μάλιστα υποστηρίζεται με επιτυχημένες εμπορικά ταινίες, με video games και με άλλα πολλά. Ακολουθεί το terror και δεν ξέρω ποια άλλα είδη έπονται, καθώς έχω χάσει το λογαριασμό.

Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα «Έγκλημα στην Αντίπαρο» γνωρίσαμε τον αστυνόμο Αντρέα Ρούσσο. Να υποθέσουμε ότι στο μέλλον θα δούμε κι άλλες αστυνομικές περιπέτειες του Ρούσου;

Γράφω τώρα τη δεύτερη περιπέτειά του και σκέφτομαι σοβαρά μια τριλογία. Άλλωστε, το αστυνομικό και η SF ήταν τα πρώτα μου αναγνώσματα. Η Άγκαθα Κρίστι, ο Σιμενόν και ο Ιούλιος Βερν, μαζί με ιστορικά βιβλία «για παιδιά». Οπότε νιώθω μια οικειότητα -και με το αστυνομικό. Μετά την τριλογία όμως δε γνωρίζω τι μέλει γενέσθαι. Δεν μου αρέσει η τυποποίηση και έχω πολλά και διάφορα σχέδια στο μυαλό μου -άσχετα μεταξύ τους. Με ενδιαφέρουν και άλλα είδη, εκτός από το αστυνομικό: το κοινωνικό μυθιστόρημα, το φανταστικό και η επιστημονική φαντασία, αλλά και το ιστορικό όλων των εποχών (από την αρχαιότητα μέχρι τον προηγούμενο αιώνα). Ακόμα και για ένα καλό και πρωτότυπο ερωτικό, δεν θα έλεγα όχι. Η Ελλάδα, ως γνωστόν, δεν ανήκει στον αγγλόφωνο κόσμο, ούτε είναι μεγάλη χώρα. Το αναγνωστικό της κοινό είναι περιορισμένο και ονομάζουμε best seller όποιο βιβλίο περάσει τις λίγες χιλιάδες αντίτυπα. Οπότε κανείς εκδότης δεν σε υποχρεώνει με βομβαρδισμό προκαταβολών να κολλήσεις για χρόνια σε ένα είδος που είχες επιτυχία ή σε έναν ήρωα που αγάπησε το κοινό κι εσύ να δέχεσαι επειδή έχεις «ανοιχτεί» και υπάρχουν γραμμάτια ανεξόφλητα. Εδώ σε εμάς έχεις μεν μια ελευθερία να γράψεις ό,τι σου κάνει κέφι, σύμφωνοι (καλό αυτό), αλλά το να αποκτήσεις χρήματα από την πένα σου, ξέχασέ το (κακό αυτό). Υπάρχουν βεβαίως λίγοι συγγραφείς που έχουν καταφέρει να ζουν από το γράψιμο -και μπράβο τους. Τους αξίζουν συγχαρητήρια γιατί είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ότι φαίνεται.

Είστε από τους συγγραφείς που διατηρούν ενεργή σελίδα στο facebook και αρέσκονται στη διαδικτυακή επικοινωνία, αν δεν κάνω λάθος. Ποια είναι η άποψή σας για τις δυνατότητες και τις παγίδες που κρύβει αυτό το νέο μέσο επικοινωνίας;

Συμφωνώ απολύτως με την υπέροχη διατύπωση του Λάβκραφτ όταν περιγράφει την εμπειρία του με την τακτική επικοινωνία που διατηρούσε μέσω επιστολών (περίπου εκατό χιλιάδες επιστολές!) με πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους και ομότεχνούς του:

«Βρέθηκα εκτεθειμένος σε δεκάδες διαφορετικές απόψεις, τις οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίσω. Τόσο η κατανόησή μου όσο και οι προτιμήσεις μου διευρύνθηκαν, και πολλές από τις αντιλήψεις μου σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά άλλαξαν, επειδή αυξήθηκαν οι αντίστοιχες γνώσεις μου».

Το facebook σου δίνει τη δυνατότητα να επιλέγεις τους φίλους σου και να ξεφορτώνεσαι τους ανεπιθύμητους. Έχω φίλους ομότεχνους, από το χώρο του βιβλίου και του κινηματογράφου, αξιόλογους επιστήμονες, δημοσιογράφους, αγαπημένους συγγενείς, παλιόφιλους με τους οποίους βρεθήκαμε ξανά μετά από χρόνια, ανθρώπους με απόψεις που χαίρομαι να διαβάζω και που βοηθούν στη διεύρυνση του κόσμου μου. Έχω ρυθμίσει τη σελίδα μου στο friends και όχι στο public ώστε να μπορώ να ελέγχω -όσο το δυνατόν- ποιοι διαβάζουν αυτά που γράφω και έτσι έχω περιορίσει στο ελάχιστο τις δυσάρεστες εκπλήξεις, όπως π.χ. ανόητα ή επιθετικά σχόλια ιντερνετικών καβγατζήδων. Βεβαίως όσο πιο πολλούς φίλους έχεις στον «τοίχο» σου τόσο περισσότερο κάνεις γνωστό το έργο σου και τις απόψεις σου, και καλά κάνουν όσοι επιθυμούν -για δικούς τους λόγους- να απευθύνονται σε χιλιάδες ανθρώπους, δεν έχω τίποτα με αυτό. Απλώς εγώ είμαι λίγο… μονόχνωτος.

Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο;

Τελειώνω το βιβλίο της Kris Nelscott, «Ένας επικίνδυνος δρόμος», και συνεχίζω με το «Δωμάτια γεμάτα καπνό», της ίδιας. Από τις εκδόσεις Κέδρος.