Συνέντευξη με τον Ισίδωρο Ζουργό
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι από τους συγγραφείς που θαυμάζω απεριόριστα, γιατί πέρα από το ότι ο τρόπος γραφής του είναι μαγικός, είμαι σίγουρη ότι πρόκειται και για έναν θαυμάσιο Άνθρωπο. Όταν σχεδίαζα τις ερωτήσεις, ήταν τόσα αυτά που ήθελα να του θέσω, που πραγματικά πελάγωσα. Τελικά τα συνόψισα, όσο γινόταν, αλλά και πάλι μου έχουν μείνει αρκετές απορίες. Πιστεύω στο μέλλον να μου δοθεί και πάλι η ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του έτσι ώστε να φωτιστούν περαιτέρω οι πτυχές της τέχνης και του έργου του. Απολαύστε τον.
Ποιος είναι ο Ισίδωρος Ζουργός; Μιλήστε μας για τον άνθρωπο Ισίδωρο και για τον συγγραφέα Ζουργό.
Αυτή ακούγεται μια δύσκολη ερώτηση, γιατί είναι πιο ταιριαστό να μιλάνε άλλοι για μας, κυρίως γι’ αυτό που λέμε ανθρώπινη πλευρά, παρ’ όλα αυτά θα κάνω μια προσπάθεια. Είμαι, λοιπόν, ένας καθημερινός, συνηθισμένος άνθρωπος, με δουλειά καθορισμένου ωραρίου εκτός από τη συγγραφή, με οικογένεια, παιδικούς φίλους, άγχη, γκρίνιες για τη μητριά πατρίδα που μας περιέχει κι άλλα πολλά. Για τον συγγραφέα Ζουργό απλώς θα επαναλάβω αυτό που ισχύει γενικότερα, ότι ο κάθε συγγραφέας είναι τα βιβλία του. Εκεί υπάρχουν οι διάφορες εκδοχές του κόσμου που σε κάθε γύρισμα της σελίδας πέφτουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σαν να κρατάει ένα καλειδοσκόπιο και να στρέφει τον καρπό του χεριού του – κάθε μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου είναι κι ένα καλειδοσκόπιο.
Πότε άρχισε για εσάς το ταξίδι της γραφής και με τι έναυσμα;
Θυμάμαι παιδί ακόμη στο δημοτικό σχολείο να προσπαθώ να μιμηθώ σ’ ένα τετράδιο τα περιπετειώδη μυθιστορήματα που διάβαζα τότε με βουλιμία. Μετά τις πρώτες σελίδες τα παρατούσα, μην ξεχνάτε ότι ήταν η εποχή που οι φίλοι σε φώναζαν κάτω από το παράθυρο να πας μαζί τους για μπάλα.
Τα χρόνια της εφηβείας κουβαλάνε αρκετή μοναχικότητα και τον απαραίτητο υπαρξιακό μετεωρισμό (ποιος είμαι, πού πάω, τι θα γίνω;). Σ’ εκείνα τα χρόνια έγραφα ποιήματα και δημοσίευσα για πρώτη φορά σε περιοδικό όταν τελείωσα το λύκειο. Με την ποίηση ζήσαμε τελικά μαζί αρκετά χρόνια. Νομίζω ότι είναι ορατή στα βιβλία μου η διάθεση να υπηρετήσω το μυθιστόρημα με έναν τρόπο σίγουρα όχι πεζολογικό αλλά με μια αγωνία για τη γλώσσα, για τα όριά της και το κομμάτι της εκείνο που παραμένει ανέκφραστο. Όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, έχουν μια συνάφεια με την ποίηση.
Συγγραφείς που αγαπάτε ιδιαίτερα, θαυμάζετε και ενδεχομένως σας έχουν επηρεάσει; Υπάρχουν κάποια βιβλία, στα οποία επιστρέφετε συχνά πυκνά και αποτελούν κάτι σαν βάση για σας;
Οι συγγραφείς τρώνε ο ένας από τη σάρκα του άλλου, ένας κανιβαλισμός γόνιμος και απαραίτητος. Οι παλιότεροι τρέφουν τους νεώτερους, έτσι γινόταν πάντα, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην τέχνη γενικότερα. Θα είναι δύσκολο να μιλήσω για όλους τους συγγραφείς που με ανέθρεψαν. Από τους Έλληνες η γενιά του Τριάντα κυρίως, οι Ρώσοι κλασικοί, οι Ιρλανδοί από τον Τζόις ως τον Σεμπάστιαν Μπάρι και τον Τζον Μπάνβιλ, οι Αμερικανοί της ερημιάς των μεγάλων δρόμων κ.ά. Οφείλω βέβαια να αναφέρω ότι στα πρώτα χρόνια, τότε στον αναγνωστικό μου θηλασμό, πρώτη θέση κατείχε ο Ιούλιος Βερν και κατόπιν ο Καζαντζάκης. Τον τελευταίο είδα κι έπαθα να τον πετάξω από επάνω μου – η τυραννική διάσταση του θαυμασμού και της λατρείας. Ύστερα όμως από την απαραίτητη πατροκτονία μπόρεσα να πάρω τον δικό μου δρόμο, χωρίς βαρίδια. Ελπίζω να μου το συγχώρεσε, άλλωστε ο ίδιος μου δίδαξε το μεγαλείο της ελευθερίας.
Είστε εκπαιδευτικός και διδάσκετε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Κατά πόσο οι σπουδές σας, η συναναστροφή σας με τα παιδιά, η διδασκαλία κλπ., η συνολική εμπειρία σας ως δασκάλου, έχουν επηρεάσει τη συγγραφική σας ιδιότητα;
Νομίζω ότι ο βιοπορισμός μέσα από την εκπαίδευση μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να είναι κουραστικός, εξαρτάται από το πώς εννοεί ο καθένας τον ρόλο του, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι φωτεινός. Πιστεύω ότι δύσκολα θα έγραφα τα βιβλία μου, αν ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω μακριά από τα παιδιά και σε μια δουλειά άχαρη χωρίς μια νότα δημιουργίας. Από την άλλη ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρασυρθείς από τις βεβαιότητες που απαιτεί η εκπαίδευση και να τις μεταφέρεις σε έναν χώρο προβληματισμού και συνεχούς αμφισβήτησης, όπως είναι η τέχνη. Ως δάσκαλος οφείλεις να πατάς με σταθερό βήμα, ως συγγραφέας όμως να αναιρείς συνεχώς και να αναδιατάσσεις το σύμπαν κάθε φορά από την αρχή.
Και το αντίστροφο. Κατά πόσο ο συγγραφέας Ζουργός επηρεάζει τον δάσκαλο Ζουργό;
Πιστεύω λιγότερο αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου αυτό είναι διακριτό. Μια τέτοια περίπτωση νομίζω ότι είναι μια ευχέρεια στη διαχείριση των κειμένων ή η ικανότητα να αφηγείται ο συγγραφέας ελκυστικές ιστορίες, κάτι που γοητεύει πάντα τα παιδιά. Θεωρώ αυτονόητο επίσης ότι ο συγγραφέας-δάσκαλος μεταδίδει την αγάπη του για τα βιβλία και το διάβασμα.
Ταξιδεύετε; Σας ρωτάω, γιατί τα περισσότερα βιβλία σας περιλαμβάνουν ταξίδια-οδοιπορικά σε όλη την Ευρώπη και αλλού. Κατά πόσο αυτά περιέχουν στοιχεία από δικές σας πραγματικές περιηγήσεις;
Έχω ταξιδέψει, αλλά ξέρετε τι συμβαίνει γενικώς με τα ταξίδια, είναι σαν τα βιβλία, ποτέ δεν είναι αρκετά. Πρόκειται για ακόρεστες επιθυμίες, γιατί η λαχτάρα μας για εμπειρίες, για ανοιχτούς ορίζοντες και συναντήσεις, η λαιμαργία μας τελικά για τη ζωή δεν έχει τέλος. Θα ήθελα πάνω στο ερώτημά σας να σημειώσω και το εξής: Στη γραφή η αυτοψία του συγγραφέα σε τόπους που περιγράφει δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη. Ο συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να μη μετακινηθεί από το σπίτι του και να γεννήσει αριστουργήματα που θα μιλάνε για κόσμους μακρινούς. Άλλωστε και το ψυχογράφημα των χαρακτήρων του ένα ταξίδι είναι κι αυτό, από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Πώς εμπνέεστε το θέμα πάνω στο οποίο θα κινηθείτε, το «στόρι» και την εποχή του κάθε βιβλίου σας; Και τι βήματα ακολουθείτε για να φτάσετε στο τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα;
Στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας δεν έχω να δώσω κάποια απάντηση, γιατί, αν και γράφω εδώ και δεκαετίες, δεν έχω λύσει ακόμη αυτό το μυστήριο του εναύσματος της δημιουργίας, αυτό που συμβατικά ονομάζουμε έμπνευση. Για ένα μόνο είμαι σίγουρος, ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ευτυχή συγκυρία αλλά για το αποτέλεσμα μιας συνεχούς αφοσίωσης έως και λατρείας του καλλιτέχνη στο αντικείμενό του. Σε ό,τι αφορά τα βήματα που ακολουθώ: Αρχικά διαβάζω ό,τι σχετικό με το θέμα και την εποχή που έχω επιλέξει και κρατάω σημειώσεις. Αυτό το αποδελτιωμένο υλικό αποτελεί τη σκηνογραφική μαγιά του μυθιστορήματος. Ύστερα ξεκινάει η συγγραφή με την απαραίτητη αυτοπειθαρχία έως και καταναγκασμό μερικές φορές. Γράφω τα βιβλία μου συνήθως ευθύγραμμα, με τα κεφάλαια στη σειρά, όπως θα τα διαβάσει ο αναγνώστης και πάντα διαβάζω μεγαλόφωνα αυτά που έχω γράψει, γιατί η αισθητική συναίνεση της ακοής μου είναι απαραίτητη. Φυσικά υπάρχουν τα κύματα των διορθώσεων και των επιστρώσεων σε κάθε σελίδα και κάτι ακόμη. Όταν το βιβλίο τελειώσει, όσες διορθώσεις και επεμβάσεις και να έχει υποστεί, είναι απαραίτητο να μείνει κάποιες εβδομάδες στο ψυγείο. Κοιτώντας το ύστερα από καιρό και έχοντας απομακρυνθεί από τη συναισθηματική δίνη την ώρα της γραφής, εντοπίζεις αδυναμίες και αστοχίες που είχαν περάσει απαρατήρητες.
Είναι εύκολο να γράφει κάποιος για περασμένες εποχές; Και να περιγράφει ολόκληρους κόσμους;
Αληθινά, δεν είναι εύκολο, όταν μάλιστα επιδιώκεις μια πραγματολογική πιστότητα στη σκηνογραφία. Αληθινή αναπαράσταση του παρελθόντος φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει, όλα είναι προσωπικοί κόσμοι του συγγραφέα που εφάπτονται στα ιστορικά δεδομένα.
Οδοιπορικό αιώνων σε όλη την Ευρώπη, είτε του σήμερα είτε του μακρινού χθες, χρήση παρομοιώσεων και μεταφορών, πλήρης εκμετάλλευση και των πέντε αισθήσεων, πλούσια σκηνικά, λεπτομερείς περιγραφές εσωτερικών και εξωτερικών χώρων –δρόμων, τοπίων, ολόκληρων χωρών–, ανθρώπων και συμπεριφορών, που στο σύνολό τους συνθέτουν τοιχογραφίες μιας ολόκληρης εποχής και παρουσιάζουν σφαιρικά τους ήρωες του εκάστοτε μυθιστορήματος. Και όλα αυτά με γλώσσα απλή, χωρίς τίποτα εξεζητημένο. Τα συστατικά στοιχεία της γραφής σας. Πώς το καταφέρνετε αυτό;
Το να γράφει κανείς και να το εννοεί είναι όπως το να ζει, συνώνυμο, θα λέγαμε, της αναπνοής του. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι η ουσιαστική του ταυτότητα. Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία μεγάλων κειμενικών συνόλων, μυθιστορημάτων στην περίπτωση που συζητάμε, ξέρω μόνο έναν τρόπο: την καταβύθιση στο ιδιωτικό σύμπαν του μυθιστορήματος που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει επινοήσει. Βυθισμένος καθώς είναι αρχίζει και υφαίνει σαν την αράχνη τους ιστούς των χαρακτήρων του, τις πράξεις τους, τις σκέψεις τους, τις περιπέτειές τους. Τελικός σκοπός είναι βέβαια να αιχμαλωτιστεί ο αναγνώστης στο δίχτυ. Η διαφορά όμως από την τακτική της αράχνης είναι πως στο τέλος πεθαίνει ο συγγραφέας, γιατί κάθε ολοκλήρωση ενός καινούριου βιβλίου σημαίνει και τον ουσιαστικό θάνατο του δημιουργού ως την επόμενη άνοιξη, ως την επόμενη ανάσταση, όταν και όποτε αυτή έρθει.
Στα βιβλία σας ανασυσταίνετε ολόκληρες εποχές με μοναδικό ομολογουμένως τρόπο, περιδιαβαίνετε από χώρα σε χώρα, δίνοντας τη μοναδική ατμόσφαιρα καθεμιάς τους, χαρτογραφείτε εξαρχής ολόκληρους κόσμους. Χάρη σε σας οι αναγνώστες «ζουν» πρωτόγνωρες καταστάσεις και περιστατικά, που διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίσουν, ταξιδεύουν στον χωροχρόνο και μαγεύονται από αλλοτινές εποχές. Τη Θεσσαλονίκη τριών γενεών («Στη σκιά της πεταλούδας»), την Ελληνική Επανάσταση («Η αηδονόπιτα») και την Ευρώπη του 17ου αιώνα του γιατρού Ματίας Αλμοσίνο («Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο»), για παράδειγμα. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτή την «περιδιάβαση στις γειτονιές του κόσμου».
Μα όλα τελικά γι’ αυτή την περιδιάβαση γίνονται, γι’ αυτό το ταξίδι, για την επιβεβαίωση αυτού του αρχετυπικού εκμαγείου, για τον συγγραφέα-Οδυσσέα που περιδιαβαίνει στις γειτονιές του κόσμου. Ο συγγραφέας-ταξιδευτής ζει για να λεηλατεί εμπειρίες και χρώματα, ώσπου να έρθει κάποια στιγμή και να κάνει τα λάφυρά του βιβλία, πριν επιστρέψει φτωχός και γέρος στην Ιθάκη του.
Στο μυθιστορηματικό σύμπαν του κάθε βιβλίου σας συνηθίζετε να ενσωματώνετε και πρόσωπα υπαρκτά, εύκολα αναγνωρίσιμα από την Ιστορία. Κατά πόσο αυτά είναι εύκολο να συνυπάρξουν με τους φανταστικούς και καθαρά μυθιστορηματικούς ήρωές σας;
Ζω κάθε φορά αυτή τη συνύπαρξη ως ένα δύσκολο στοίχημα. Τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στα βιβλία μου, να αναφέρω για παράδειγμα τον Μπάιρον και τον Κασομούλη στην «Αηδονόπιτα» ή τον Αλεξ. Μαυροκορδάτο και τον Παναγιώτη Νικούσιο στον «Ματίας», άλλοτε είναι ευρέως γνωστά κι άλλοτε αναγνωρίσιμα μόνο από όσους έχουν ειδικές γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση νιώθω ότι πρέπει να σεβαστώ όσα έχουμε σήμερα ως ασφαλή ιστορική γνώση για τη ζωή και τη σκέψη τους. Πέρα όμως απ’ αυτό έχει μεγάλη σημασία το πώς προσλαμβάνει ο συγγραφέας τις λεπτομέρειες της ζωής τους, πώς μπορεί να συνδεθεί το ιστορικό πρόσωπο με τους ήρωες του μυθιστορήματος και τι τελικά εξυπηρετεί αυτή η συνάντηση.
Μέχρι στιγμής όλα τα βιβλία σας είναι μυθιστορήματα και μάλιστα πολλών σελίδων – χορταστικά, αν μου επιτρέπεται η λέξη. Υπάρχει περίπτωση στο μέλλον να διαβάσουμε κάτι δικό σας μικρότερο σε έκταση, μια συλλογή διηγημάτων π.χ.;
Γιατί όχι; Δεν το αποκλείω αν και αγαπώ ιδιαίτερα τη μεγάλη φόρμα και ως συγγραφέας και ως αναγνώστης. Άλλωστε έχω γράψει κάποια διηγήματα στο παρελθόν, τα οποία υπάρχουν σκόρπια σε διάφορες εκδόσεις. Η μικρή φόρμα έχει την ώρα της και την ιδιαίτερη σημασία της σε μια εποχή πολυερεθισματική και πολυάσχολη. Να το πούμε αλλιώς, κάποιες φορές φαίνεται ότι σέβεται πιο πολύ την καθημερινότητα του σημερινού αναγνώστη. Όμως τις ουσιαστικές εμπειρίες, τις γεμάτες αναγνωστική περιπέτεια, τη μύηση τελικά στη θρησκεία της ανάγνωσης, όλα αυτά και άλλα τα δίνει πιο συχνά το μυθιστόρημα.
Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε βιβλία για παιδιά; Ή είστε ταγμένος στην υπηρεσία των ενηλίκων;
Νομίζω ότι αν κάποτε το επιχειρούσα, αυτό θα γινόταν από τη στιγμή που θα σταματούσα να είμαι εν ενεργεία δάσκαλος. Είμαι τόσο ταυτισμένος με τον ρόλο μου, που φοβάμαι πως θα γινόμουν ένας πληκτικός συγγραφέας γεμάτος διδακτισμούς. Άλλωστε με τα παιδιά ζω στην τάξη κι ό,τι έχω στο μυαλό μου το λέμε με έναν σωρό τρόπους κάθε μέρα.
Έχετε γράψει ήδη ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την κρίση της εποχής μας, του σήμερα. Σκοπεύετε να γράψετε κάτι ανάλογο και στο μέλλον;
Για τη σημερινή κρίση έχω γράψει τα «Ανεμώλια», ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε και εκδόθηκε στην αρχή αυτής της κρίσης που ακόμη μας τυραννά και δυστυχώς θα αργήσει, όπως φαίνεται, να φύγει. Νομίζω ότι είναι ένα βιβλίο για τη γενιά μου, αυτή που μεγάλωσε στις χιμαιρικές ορίζουσες της μεταπολίτευσης και γκρεμίστηκε με πάταγο. Δεν αποκλείεται βέβαια κάποια στιγμή να επανέλθω με κάτι σύγχρονο, η καθημερινότητα είναι συγγραφικές σειρήνες που δύσκολα μπορείς να αγνοήσεις.
Μελλοντικά συγγραφικά σχέδια; Ετοιμάζετε κάτι νέο; Με τι έχει να κάνει;
Υπάρχει ένα μυθιστορηματικό σύμπαν υπό διαμόρφωση, όμως μόνο στο μυαλό του συγγραφέα προς στιγμήν. Ζω αυτό που προσωπικά ονομάζω ενδομήτρια περίοδο του βιβλίου. Καμιά φορά αυτές οι εγκυμοσύνες είναι σαν του ελέφαντα, κρατάνε χρόνια. Για όλο αυτό το αδιαμόρφωτο υλικό δεν έχει νόημα να σας πω τώρα κάτι, αναπόδραστα όμως θα υπάρχει και πάλι μια δόση της γενέθλιας πόλης και των αθέατων εσοχών της ιστορίας της.
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε παιδαγωγικά και υπηρετεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δυο παιδιά και σήμερα εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης.