Συνέντευξη με την Τζούλια Γκανάσου
Η πιο μεγάλη επιτυχία μας είναι η αποδοχή της αποτυχίας που έρχεται πλησίστια. Η Τζούλια Γκανάσου, με το τελευταίο μυθιστόρημά της «Ως το τέλος» (εκδ. Γκοβόστη), κυκλώνει τα ανθρώπινα με τρόπο καθηλωτικό. Στον «Ομφάλιο Λώρο» επικεντρώθηκε στη βασανιστική έννοια της φθοράς, που ο χρόνος αφαιρεί από το σώμα. Τώρα, στη σφοδρή επιθυμία για επιτυχία.
Η ίδια αναφέρει: «Πέρα από τα μεγάλα θέματα του έρωτα, της μοναξιάς και του θανάτου, ο κάθε συγγραφέας χαρακτηρίζεται από εμμονές οι οποίες επανέρχονται στα έργα του. Σ’ εμένα τα τρία κυρίαρχα ζητήματα είναι: η υποκλοπή της ευαίσθητης προσωπικής πληροφορίας-των πιο κρυφών μας μυστικών, η υπόσταση του χρόνου μέσα από τη φθορά του σώματος και η καταλυτική επίδραση της πιο σφοδρής επιθυμίας. Επομένως πάντα “κυκλώνω” τα ανθρώπινα… Αυτό που έχει αλλάξει στο “Ως το τέλος” σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία μου, είναι ότι στο σύμπαν του βιβλίου απουσιάζει ο παράγοντας επιστήμη και αυτό ήταν πρόκληση και κίνητρο για μένα».
Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος υφίσταται μια εκούσια απομόνωση. Μένει να δούμε αν είναι, όντως, εκούσια ή οδηγήθηκε σ’ αυτήν έπειτα από μια σειρά επάλληλων απογοητεύσεων.
Η απάντηση είναι ευθεία: «Ο κεντρικός ήρωας οδηγήθηκε στην απομόνωση μέσα από λίγες πρόσκαιρες χαρές και στη συνέχεια, ματαιώσεις και συγκρούσεις και μέσα από τον κόπο του “ευ (ή όχι και τόσο) αγωνίζεσθαι”. Η απομόνωση ωστόσο που υφίσταται ο λαξευτής είναι περισσότερο εσωτερική παρά πρακτική και αυτό τροφοδοτεί τα περισσότερα ερωτήματα μέσα στο βιβλίο».
Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: η ακύρωση της επιτυχίας οδηγεί στην εκδίκηση; Ο αποτυχημένος –με κοινωνικούς όρους– είναι καταδικασμένος να κουβαλάει το αρνητικό φορτίο των φθαρμένων ονείρων του;
Η Τζούλια Γκανάσου απαντάει: «Η επιτυχία δεν είναι αυτοσκοπός. Η εκάστοτε σφοδρή επιθυμία αποτελεί την κινητήριο δύναμη για να εξακολουθούμε να παλεύουμε, για να ξυπνάμε το πρωί. Βέβαια μέσα στον αγώνα, ο ήρωας του βιβλίου λησμονεί παντελώς γιατί ξεκίνησε και έτσι, μια κοινωνικά κατασκευασμένη δομή όπως είναι η “επιτυχία”, τον παρασύρει σε πράξεις οι οποίες τον εντάσσουν στο σύστημα που ζούμε το οποίο ζαλώνει το άτομο να κάνει όλο και περισσότερα για να πάει τελικά μπροστά. “Τι θυσιάζεις για το όνειρο;” διερωτάται ο ήρωας σε μια από τις σκέψεις του. “Κόπο; Χρόνο; Κομμάτια από το κρέας σου;”»
Ένα ακόμα ουσιαστικό στοιχείο του ήρωα είναι η βούληση για καταξίωση και για κοινωνική άνοδο που ουσιαστικά του αφαιρεί κάθε έννοια συνείδησης.
«Η αλήθεια είναι ότι ο βασικός ήρωας του “Ως το τέλος” ξεκινάει από χαμηλά. Φεύγει από ένα μικρό χωριό με χίλια όνειρα και στην πορεία αλλοιώνεται χωρίς να το συνειδητοποιεί: περιορίζει δραστικά τα έξοδα προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει καταλήγοντας να μειώσει στο ελάχιστο την ποσότητα της τροφής που καταναλώνει ώσπου εμπλέκεται σε ένα τυχοδιωκτικό σύνδρομο το οποίο τον φέρνει στο σημείο όπου τον βλέπουμε, πίσω από ένα παράθυρο. Η ύπαρξη ενός παιδιού είναι ίσως ο μόνος μοχλός που του θυμίζει την ανθρωπιά την οποία έχει απωλέσει. Αυτό και η μεγάλη του ανάγκη να ξεκινήσει από την αρχή… Άρα δεν είναι η επιτυχία που τον κινεί αλλά η ζωή που κάποτε φαντάστηκε και η οποία, παρά τον τεράστιο αγώνα, του “ξεφεύγει” διαρκώς. Άλλωστε το παιδικό μας όνειρο δεν είναι και το πιο δυνατό;»
Η έννοια του χρόνου είναι ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στο «Ως το τέλος». Η συγγραφέας εξηγεί: «Ο χρόνος είναι κάτι απολύτως σχετικό. Όπως τα μωρά δεν έχουν άισθηση του χρόνου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, έτσι σε όλα τα βιβλία μου, ο χρόνος είναι ρευστός. Στο “Ως το τέλος” ακόμη και ο τόπος, ακόμη και οι ήρωες δεν είναι αυστηρά καθορισμένοι μιας και η επιθυμία, μετά από τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, είναι ο μοχλός κινητοποίησης όλων των έμβιων όντων σε κάθε τόπο και κάθε εποχή. Τα χιλιόμετρα που διαβαίνουν οι ήρωες του βιβλίου είναι μερικά από τα χιλιόμετρα που διαβαίνει ο καθένας μας σε μια ή περισσότερες περιόδους της ζωής του».
Αυτό το οποίο μένει να αναρωτηθούμε, βάσει των ερωτημάτων που θέτει το μυθιστόρημα είναι αν υπάρχει συγχώρεση για την επιθυμία. Μπορεί να ζήσεις «μη επιθυμώντας»; Εντέλει, η επιθυμία είναι αποτέλεσμα κοινωνικής επιβολής ή είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη βούληση για ζωή;
Η Τζούλια Γκανάσου σημειώνει: «Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο που ίσως απαντάει στο ερώτημα ή ίσως γεννάει καινούργια ερωτήματα, πράγμα μαγικό… “Είχε αφοδεύσει, είχε ξεδιψάσει, είχε τραφεί. Είχε σταθεί στα πόδια του πριν λίγο. Επιθυμούσε να ζωγραφίσει στο λευκό τραπεζομάντιλο της μάνας του. Λαχταρούσε να παίξει με τη μπάλα. Ήθελε να χτυπήσει δυο κουτάλες μεταξύ τους και να απολαύσει τον ήχο αυτής της σύγκρουσης. Επιθυμούσε να κυνηγήσει ένα σκύλο. Λαχταρούσε να κρυφτεί στις κουφάλες πάνω και μέσα στις μουριές. Ακολουθούσε την πιο σφοδρή του επιθυμία.”»
Η Τζούλια Γκανάσου έχει σπουδάσει πληροφορική στην Αθήνα και στο Λονδίνο, λογοτεχνία στο Παρίσι και στο Εδιμβούργο και ευρωπαϊκό πολιτισμό στο Ε.Α.Π. Αποσπάσματα από το πρώτο της βιβλίο, «Σε Μαύρα Πλήκτρα» (εκδ. Γκοβόστη 2007) συμπεριλαμβάνονται στη συλλογική έκδοση του Παν/μίου του Εδιμβούργου με θέμα τις σύγχρονες μητροπόλεις. Το δεύτερο βιβλίο της, «Ομφάλιος Λώρος» (εκδ. Γκοβόστη 2011) επιλέχθηκε και συμμετείχε στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ στο Dasein, στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας και στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης. Το τρίτο της βιβλίο, «Ως το τέλος» (εκδ. Γκοβόστη), μόλις κυκλοφόρησε.