Διαβάζοντας τους πίνακες – Το πράσινο τυρμπάν
Η Πολωνή στην καταγωγή αλλά κοσμοπολίτισσα στον τρόπο ζωής της, Tamara de Lempicka (1898–1980), ήταν μια πραγματική σταρ στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Όμορφη, με αριστοκρατική καταγωγή, ελευθεριακή στην ερωτική της ζωή, ταλαντούχα και διάσημη για όλα τα παραπάνω, έλαμψε για δύο περίπου δεκαετίες στο Παρίσι. Οι πίνακές της εντάσσονται στην αρτ ντεκό (”διακοσμητική τέχνη”), με επιρροές όμως από τον κυβισμό του Πικάσο τον οποίο γνώριζε και θεωρούσε ιδιοφυΐα. Παράλληλα, ο θαυμασμός της στο μεγάλο δάσκαλο του νεοκλασικισμού, Ingres, την οδήγησε στη δημιουργία μιας πρωτότυπης τεχνοτροπίας με πολύ κομψό αισθητικά αποτέλεσμα, επικεντρωμένης θεματολογικά κυρίως στη γυναίκα: στο σώμα της, τις διαφορετικές φάσεις της ζωής της, τον ερωτισμό της, την ψυχολογία της. Η δουλειά της είχε μεγάλη επιτυχία στη μεγαλοαστική τάξη, αλλά και στο χώρο των διασημοτήτων της εποχής: της απέφερε ένα καλό εισόδημα, που της επέτρεπε να υποστηρίζει έναν πολυέξοδο τρόπο ζωής, αλλά και να συντηρεί οικονομικά την κόρη της και τον άντρα της -έναν γοητευτικό αλλά ανίκανο να εργαστεί, play boy. Τον ερωτεύτηκε σε ηλικία 13 ετών και ήταν αποφασισμένη να τον παντρευτεί, όπως και έγινε μερικά χρόνια αργότερα, στην Αγία Πετρούπολη.
Όταν επικράτησαν οι Μπολσεβίκοι, τον συνέλαβαν και η σύζυγός του χρησιμοποίησε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να τον απελευθερώσει. Κατέφυγαν στο Παρίσι, όπου η γνωριμία της με τους ζωγράφους και τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής έφερε στην επιφάνεια και το δικό της ταλέντο: αν και δεν σπούδασε ποτέ ζωγραφική, άρχισε να ζωγραφίζει με επιτυχία, αρχικά για βιοποριστικούς λόγους. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαταστάθηκε με το δεύτερο σύζυγό της στις ΗΠΑ, όπου η φήμη της απογειώθηκε. Συνέχισε να ζωγραφίζει μέχρι τη δεκαετία του ’60, όταν τα καλλιτεχνικά γούστα άλλαξαν ριζικά και έπεσε στην αφάνεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο Μεξικό, όπου και πέθανε, αλλά πρόλαβε να δει τα έργα της να ξαναγίνονται ”της μόδας” και να κερδίζουν και πάλι τους φιλότεχνους.
Ο πίνακας που θα διαβάσουμε μαζί, ”Το πράσινο τυρμπάν” (1929, ιδιωτική συλλογή), είναι χαρακτηριστικός της υψηλής αισθητικής των έργων της:
Δύο γυναικεία πρόσωπα σε κοντινό πλάνο, με το χτένισμα και μακιγιάζ της εποχής (κοντά μαλλιά, πολύ λεπτά φρύδια που μεγαλώνουν τα μάτια, μικρό, έντονα βαμμένο στόμα). Η μία (μοιάζει πολύ με τη ζωγράφο, που χρησιμοποιούσε σε αρκετούς πίνακες τον εαυτό της ως μοντέλο) έχει γείρει με εμπιστοσύνη -σχεδόν με εγκατάλειψη- στον ώμο της άλλης γυναίκας: το γκρίζο βλέμμα της δε μοιάζει να εστιάζει κάπου, βρίσκεται βυθισμένη στον εαυτό της και στις σκέψεις της. Το φόρεμα της έχει έντονα γεωμετρικά σχέδια, τα οποία μαζί με το απροσδιόριστο φόντο -”σπασμένο” σε μικρότερες επιφάνειες- παραπέμπουν στον ”ήπιο” κυβισμό της ζωγράφου.
Αλλά αναμφισβήτητα η πρωταγωνίστρια του πίνακα είναι η γυναίκα με το πράσινο -στο υπέροχο χρώμα του σμαραγδιού- τυρμπάν, η οποία κοιτάζει κατάματα το θεατή. Για την ακρίβεια, ο πρωταγωνιστής της σκηνής είναι το βλέμμα της: μάτια χρυσαφιά, μη ανθρώπινα -τα συναντάς συνήθως σε γάτες, όχι σε γυναίκες-, με τέτοια ένταση και βάθος που νομίζεις ότι σε διαπερνούν και διαβάζουν κάθε σου σκέψη, το παρελθόν, ακόμα και το μέλλον σου. Η περίεργα γοητευτική αυτή κυρία βλέπει πολύ περισσότερα απ’ όσα συλλαμβάνει το ανθρώπινο μάτι και ταυτόχρονα σε υπνωτίζει, κρατώντας σε δέσμιο. Αλλά ποια είναι; Μια φίλη της ζωγράφου ή μια από τις ερωμένες της; Ένα μοντέλο για τον πίνακα; Κι αν πρόκειται απλά για έναν διακοσμητικό πίνακα, τότε γιατί κυριαρχεί αυτή η ατμόσφαιρα μυστηρίου και ανησυχίας;
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα έργα τέχνης, υπάρχουν κι εδώ κλειδιά για τον πίνακα: πρώτα απ’ όλα ο τρόπος που το φως αντανακλάται -λες μέσα από κάποιο γυάλινο αντικείμενο- στα δύο πρόσωπα, δημιουργώντας γεωμετρικές επιφάνειες φωτός-σκιάς υπό την επιρροή του κυβισμού. Το δεύτερο κλειδί είναι το χέρι με τα κομψά δάχτυλα σε πρώτο πλάνο, που κάνει μια περίεργη κίνηση – σαν να κινείται πάνω από κάτι ελαφρά, σχεδόν αέρινα. Υπάρχει λοιπόν κάποιο στοιχείο στο κάτω μέρος του πίνακα, που δεν περιλαμβάνεται στα όσα βλέπουμε -όπως ακριβώς μια φωτογραφία αποτυπώνει ένα μέρος της εικόνας, ενώ πολλά μπορεί να υπάρχουν ή να συμβαίνουν εκτός πλάνου. Τι μπορεί όμως να είναι αυτό το αόρατο σε μας αντικείμενο;
Αν προσπαθήσετε λίγο να θυμηθείτε κυρίως από ταινίες εποχής, το τυρμπάν ήταν όχι μόνο ένα αξεσουάρ της μόδας, αλλά αγαπημένο, σχεδόν στερεότυπο, στοιχείο της ενδυμασίας μιας συγκεκριμένης ομάδας ατόμων, ανδρών και γυναικών. Αν το συνδυάσετε με το γυάλινο αντικείμενο που ρίχνει φως στα δύο πρόσωπα και την κίνηση του χεριού, τότε έχουμε τη λύση του μυστηρίου: αυτό που δε φαίνεται στον πίνακα είναι η γυάλινη σφαίρα μια μάντισσας που ετοιμάζεται να διαβάσει το μέλλον. Η ένταση αυτού του βλέμματος αλλά και το πράσινο χρώμα -χρώμα με ισχυρούς πνευματικούς συμβολισμούς, παραπέμπει στη φύση και στις δυνάμεις της, αλλά και στην αναγέννηση μετά το θάνατο- τώρα αποκτούν το νόημά τους και το παζλ συμπληρώνεται: μια γυναίκα με ισχυρές δυνάμεις ενόρασης, μια μάντισσα ή ίσως ένα μέντιουμ, λίγο πριν τη στιγμή της αποκάλυψης όσων μέλλονται. Δίπλα της, η άλλη γυναίκα περιμένει ανήσυχα να ακούσει την ετυμηγορία της μοίρας. Αν η γυναίκα αυτή ήταν πράγματι η ζωγράφος, η μοίρα φάνηκε καλή μαζί της. Έζησε μια ζωή πλήρη από κάθε άποψη και πέθανε σε μεγάλη ηλικία, ήσυχα στον ύπνο της. Η τέφρα της, όπως ζήτησε η ίδια, σκορπίστηκε στον κρατήρα ενός ηφαιστείου, όπου επανενώθηκε με τις αρχέγονες δυνάμεις της φύσης.