Έχουμε διαβάσει: 3.150 βιβλία

Διαβάζοντας τους πίνακες – Αλεπούδες

Όλους τους πίνακες τους οποίους διαβάσαμε μαζί μέχρι σήμερα τους αγαπώ: πιστεύω όμως ότι η θέση τους – όπως και για όλα τα έργα τέχνης, είναι σε ανοιχτούς κοινωνικούς χώρους (όχι απαραίτητα σε μουσεία και πινακοθήκες αλλά σε χώρους μέσα στην πραγματική ζωή και την καθημερινότητα – αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Για τις ”Αλεπούδες” (1913-Museum Kunst Palast, Dusseldorf) όμως του Γερμανού ζωγράφου Franz Marc (1880-1916) οφείλω να ομολογήσω την αμαρτία μου: θα τις ήθελα πολύ στο καθιστικό μου ώστε να τις απολαμβάνω κάθε μέρα.

Δημιουργός τους ένας ταλαντούχος και ιδιαίτερος σε όλα καλλιτέχνης, που στη σύντομη ζωή του επηρέασε τη σύγχρονη τέχνη καθοριστικά. Γεννημένος στο Μόναχο, μεγάλωσε μέσα σ’ ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον αφού ο πατέρας τους ήταν επαγγελματίας ζωγράφος τοπίων και σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, παράλληλα με τη ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Μεταξύ 1903 και 1907, πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Γαλλία και ιδιαίτερα στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τους Ιμπρεσιονιστές ενώ γνώρισε και επηρεάστηκε βαθιά από τη δουλειά του βαν Γκογκ. Στο ενδιάμεσο επισκέφθηκε και την Ελλάδα, έφτασε δε μαζί με τον αδερφό του που ήταν ειδικός στη βυζαντινή τέχνη, μέχρι το Άγιο Όρος. Σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Όταν το Ναζιστικό κόμμα ανέβηκε στην εξουσία τη δεκαετία του ’30, ο Marc θεωρήθηκε ‘’παρακμιακός ζωγράφος’’ και τα έργα του αποσύρθηκαν (αλλά ευτυχώς δεν καταστράφηκαν), από τα γερμανικά μουσεία.

Το αποφασιστικό σημείο στην πορεία του ήταν η ίδρυση το 1911 μαζί τον Βασίλι Καντίνσκι της ομάδας του ”Γαλάζιου Καβαλάρη” (Der Blaue Reiter): πήρε το όνομά της από το γαλάζιο χρώμα, εμμονή του Καντίνσκι και τα άλογα, μεγάλη αγάπη του Marc. Γύρω της, συσπειρώθηκε το κίνημα το γερμανικού Εξπρεσιονισμού – όπου, όπως είδαμε στον βαν Γκογκ, η πραγματικότητα μεταπλάθεται για να εκφράσει τα συναισθήματα ή την εσωτερική οπτική του δημιουργού με τη χρήση έντονων χρωμάτων και την παραμόρφωση των μορφών. Στις εκθέσεις της ομάδας συμμετέχουν και άλλοι πρωτοποριακοί ζωγράφοι, όπως ο Πικάσο. Η ομάδα προτείνει έναν πνευματικό ως προς την έμπνευση αλλά ενστικτώδη στην έκφραση πριμιτιβισμό, που παραπέμπει στην παιδική ζωγραφική, με αφηρημένες φόρμες και χρήση του χρώματος ως σύμβολο ψυχολογικών καταστάσεων αλλά και φιλοσοφικών εννοιών.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να διαβάζουμε τις ‘’Αλεπούδες’’ κι ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την τέχνη του Marc. Ο πίνακας προσφέρεται γιατί εκτός από πανέμορφος, είναι και εντελώς χαρακτηριστικός του έργου του: το βασικό και αγαπημένο του θέμα του είναι τα ζώα – σίγουρα έχετε δει πίνακές του με τα υπέροχα μπλε άλογα, που λειτουργούν ως σύμβολο της χαμένης αγνότητας τού ανθρώπου που απομακρύνθηκε από τη φύση – κι εδώ μπορείς κανείς να διακρίνει τον απόηχο του Ρομαντισμού. Το χρώμα, ζωντανό και έντονο, σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν εκρηκτικό, κυριαρχεί όχι μόνο για να αποδώσει το συναίσθημα αλλά και το μήνυμα: αποτελεί ένα είδος γλώσσας. Η δε απόδοση των μορφών γίνεται με αυστηρές γεωμετρικές φόρμες και γωνίες ενώ η επιφάνεια του πίνακα αναλύεται σε μικρότερες επιφάνειες, σε πολύπλευρα ή πολυεδρικά γεωμετρικά στερεά: και αυτός είναι με δύο λόγια ο κυβισμός, που έγινε διεθνώς γνωστός με τον Πικάσο.

Αυτό που εντυπωσιάζει με την πρώτη ματιά στις ‘’Αλεπούδες’’ είναι η στάση των δύο σωμάτων, ο ευφυής και κομψός τρόπος με τον οποίο τα δύο τρίγωνα που σχηματίζουν διασταυρώνονται, εισχωρώντας φυσικά και τρυφερά το ένα μέσα στο άλλο. Αν προσέξετε, θα δείτε ότι σχηματίζουν μαζί ένα όρθιο W με τις άκρες του-ουρές των ζώων στραμμένες προς τα μέσα, δημιουργώντας έναν σχεδόν περίκλειστο σχήμα: προστασία, ένωση δυνάμεων, συντροφικότητα. Τα χρώματά τους, το πυρόξανθο τόσο χαρακτηριστικό της αλεπούς, το μαύρο και το λευκό, εντάσσονται αρμονικά στα πράσινα και τα καφετιά της υπόλοιπης επιφάνειας που τις πλαισιώνει και παραπέμπει βέβαια στο δάσος, το φυσικό τους χώρο.

Οπτικά ο πίνακας είναι γεμάτος αιχμές και γωνίες, κομμένες επιφάνειες που μοιάζουν με τις άκρες ενός σπασμένου γυαλιού: ένας κόσμος σπασμένος ή ένας κόσμος που αντανακλάται στα κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη. Επάνω αριστερά, ένα σχήμα που μοιάζει αταίριαστο: ένα ημικύκλιο – ο μηνίσκος μιας σελήνης στο χάσιμο; Αν ισχύει, ίσως αποτελεί μια ακόμα παραπομπή στην έννοια της απώλειας. Αλλά τι είναι εκείνο που χάνεται; Τι είναι εκείνο που έσπασε;

Το είδαμε ήδη πιο πάνω: τα ζώα είναι σύμβολα της παραδείσιας αγνότητας, οριστικά χαμένης για το ανθρώπινο είδος. Μόνο τα ζώα και τα παιδιά μέχρι μια ηλικία, συνεχίζουν να τη διατηρούν. Αναλογιστείτε επίσης και την εποχή που ζει ο Marc: θα ακολουθήσουν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι – ακόμα κι αν δεν μπορούσε να το προβλέψει πολιτικά, το διαισθάνεται καλλιτεχνικά ότι έρχεται η εποχή της βίας.

Αλλά ο πίνακας δεν είναι απαισιόδοξος. Αντιπροτείνει την ομορφιά και τη χάρη, την αλληλεγγύη, την ενότητα, τη συντροφικότητα. Και υπάρχει κάτι ακόμα: έχοντας κοιτάξει αυτές τις όμορφες αλεπούδες πολλές φορές και αρκετές ώρες, το σχήμα των δύο σωμάτων με παρέπεμπε κάπου αλλά δεν μπορούσα όμως να βρω πού. Ώσπου θυμήθηκα τους ρούνους των βόρειων λαών, ένα είδος μαγικού αλφαβήτου. Και αναγνώρισα το Μαν, το σύμβολο του ανθρώπου όχι ως ατόμου αλλά ως ανθρωπότητα, ως Μικρόκοσμο σε άμεση σύνδεση με τον Μακρόκοσμο, όπου ζώο, άνθρωπος και θεός αποτελούν στάδια στην κλίμακα της εξέλιξης: όχι ξεχωριστά είδη, διαφορετικές εξελικτικές καταστάσεις.

Ναι, είναι ένας πίνακας αισιόδοξος, αισθητικά άρτιος, μια οπτική απόλαυση. Ταυτόχρονα, μας λέει ότι αυτό που χάσαμε μπορεί να ξαναβρεθεί. Κοιτάξτε, αλλά κοιτάξτε αληθινά, μέσα σας και γύρω σας – όπως στα παραμύθια, ο θησαυρός που αναζητούμε εναγωνίως στα πέρατα της οικουμένης, είναι θαμμένος τελικά στην αυλή του σπιτιού μας.