Έχουμε διαβάσει: 3.150 βιβλία

Διαβάζοντας τους πίνακες – Te Tamari No Atua, Γέννηση

Θα κλείσουμε τη φετινή, δύσκολη χρονιά, με έναν πίνακα τρυφερό και ”χριστουγεννιάτικο” αλλά με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο. Δημιουργός του, ο γνωστός όχι μόνο για την τέχνη του αλλά για το ελευθεριακό του πνεύμα, Γάλλος ζωγράφος Πωλ Γκωγκέν (1848-1903): εγκατέλειψε τη ζωή τού χρηματιστή για εκείνη του καλλιτέχνη, προσφέροντας στον παγκόσμιο πολιτισμό πίνακες εξαιρετικής αισθητικής και εσωτερικότητας, που επηρέασαν καθοριστικά την τέχνη του 20ου αιώνα.

Και βέβαια ο Γκωγκέν είναι σχεδόν συνώνυμος με την Ταϊτή, τα τοπία της και τις όμορφες γυναίκες της που κατοικούν για πάντα στα έργα του, αλλά ας δούμε εν συντομία πώς έφτασε να ζει και να δημιουργεί εκεί: γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Περού, όπου μετακόμισε με την περουβιανής καταγωγής μητέρα του, μετά τον θάνατο του πατέρα του. Εκεί ήρθε αρχικά σε επαφή με τη μη-ευρωπαϊκή τέχνη των προκολομβιανών πολιτισμών αλλά και τη λαϊκή τέχνη με τα έντονα χρώματα και τις απλές φόρμες – αυτές οι εικόνες εντυπώθηκαν βαθιά στη μνήμη του. Επέστρεψε στη Γαλλία όταν ήταν επτά ετών και μεγάλωσε στην Ορλεάνη. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με το εμπορικό ναυτικό για μια πενταετία, έπειτα έγινε χρηματιστής στο Παρίσι για έντεκα χρόνια και μάλιστα επιτυχημένος.

Όμως αυτή η ζωή δεν τον ικανοποιούσε: εγκατέλειψε τη δουλειά του και σταδιακά αποξενώθηκε από τη σύζυγο και την οικογένειά τους. Το 1888 βρέθηκε στην Αρλ μαζί με τον βαν Γκογκ, έπειτα στη Μαρτινίκα και στην Ταϊτή, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις συμβάσεις του δυτικού τρόπου ζωής. Το 1895 εγκαθίσταται οριστικά στη Γαλλική Πολυνησία ζώντας ελευθεριακά και ζωγραφίζοντας. Λόγω της αντίδρασής του στον τρόπο με τον οποίο οι Γάλλοι αποικιοκράτες αντιμετώπιζαν τους ιθαγενείς, έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές και καταδικάζεται σε φυλάκιση. Πεθαίνει το 1903 λίγο πριν μπει στη φυλακή, πάμφτωχος και καταπονημένος από την κατάχρηση του αλκοόλ και τη σύφιλη.

Πριν μιλήσουμε για τον πίνακα, λίγα λόγια για την τέχνη του Γκωγκέν: αρχικά ακολουθεί τους Ιμπρεσιονιστές και εκθέτει μαζί τους, περισσότερο ως μέλος μιας αντισυμβατικής ομάδας καλλιτεχνών. Η δική του ζωγραφική όμως στρέφεται στον συμβολισμό: εδώ το σύμβολο είναι το κλειδί που συμπυκνώνει αλλά δεν περιγράφει – ο δημιουργός ακολουθεί την πλατωνική άποψη, ότι η ψυχή σκέφτεται με εικόνες και εκεί στοχεύει. Και επειδή το σύμβολο είναι η πρώτη ανθρώπινη γλώσσα πριν τα γράμματα και τις λέξεις (που επίσης είναι μορφές συμβόλων που συνθέτουν μια εικόνα ή έννοια ενώ το σύμβολο την περιέχει), ο πριμιτιβισμός ήταν ο δρόμος στον οποίο οδηγήθηκε η τέχνη του Γκωγκέν: ήτοι φόρμες που προέρχονται και παραπέμπουν στην πρωτόγονη τέχνη, από την προϊστορία ως εκείνη των ιθαγενών σε διάφορους πολιτισμούς αλλά και τη λαϊκή τέχνη – η αφέλεια, το ‘’ελάττωμα’’, η απλοϊκότητα αλλά και η εκφραστική δύναμη την οποία διατηρεί αυτή η τέχνη, γίνονται τα εργαλεία για να δημιουργήσει τους πίνακες που έγιναν το σήμα κατατεθέν του.

Στην ελαιογραφία ‘’Γέννηση’’ (1896-Neue Pinakothek, Μόναχο) -όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται για λόγους ευκολίας αλλά ο πραγματικός του τίτλος στα πολυνησιακά είναι ‘’Te Tamari No Atua’’ (Το Παιδί του Θεού)-, διατηρεί βασικά στοιχεία της χριστιανικής εικονογραφίας όπως τη φτωχική φάτνη με τα ζώα αλλά τοποθετεί τη σκηνή στην Ταϊτή ενώ τόσο η Μαρία όσο και ο νεογέννητος Ιησούς ενσαρκώνονται στον πίνακα από ιθαγενείς – αυτό βέβαια είναι μεγάλος ριζοσπαστισμός για την εποχή και μάλιστα σε ένα αποικιοκρατικό περιβάλλον.

Ο χώρος είναι ένα σκοτεινό εσωτερικό, με χαμηλή ξύλινη οροφή και τις χαρακτηριστικές ζωγραφισμένες κολόνες ενώ στο βάθος διακρίνουμε τα οικόσιτα ζώα – αν προσέξετε είναι και οι μοναδικές μορφές στον πίνακα που στρέφουν το βλέμμα και κοιτάζουν τον θεατή. Στο δεύτερο πλάνο, δύο γυναίκες – μια όρθια και μια καθιστή με το νεογέννητο αγκαλιά, από το οποίο βλέπουμε μόνο το πίσω μέρος του κεφαλιού του, με το χαρακτηριστικό φωτοστέφανο που δηλώνει την ιδιότητά του.

Κι έπειτα στο πρώτο πλάνο, ένα εκτυφλωτικό κίτρινο ύφασμα στρωμένο στο κρεβάτι, το οποίο αντανακλά το φως στα μάτια του θεατή και δημιουργεί έντονη αντίθεση με το σκοτεινό εσωτερικό: πάνω του εξαντλημένη από τον τοκετό με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, η Μαρία. Το πάνω μέρος του σώματός της και τα πόδια της είναι γυμνά ενώ ένα λουλούδι είναι ακουμπισμένο δίπλα της – αντί για τα πολύτιμα δώρα των Μάγων. Η μορφή της που δεν διαφέρει από οποιαδήποτε γυναίκα του τόπου της παρά το αχνό φωτοστέφανο που μόλις διακρίνεται, έχει μια ευγένεια αλλά και ταυτόχρονα την ικανοποίηση ότι όλα πήγαν καλά, ότι έφερε στον κόσμο επιτυχώς το παιδί.

Όλη η σκηνή είναι αντισυμβατική, υπάρχει όμως κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο: η λευκή γάτα που κοιμάται με το πρόσωπό της ακουμπισμένο στο πόδι της Μαρίας. Ένα ηθελημένα σουρεάλ στοιχείο; Μια τυχαία έμπνευση της στιγμής; Η γάτα της κοπέλας που ποζάρει; Δύο λόγια πριν λύσουμε το μυστήριο: οι γάτες δεν αποτελούν ακριβώς το αγαπημένο ζώο της επίσημης χριστιανικής εκκλησίας – αντιπροσωπεύουν τον διάβολο, χιλιάδες γάτες κάηκαν επίσης στην πυρά μαζί με τις γυναίκες που θεωρήθηκαν μάγισσες. Γυναίκες και γάτες πλήρωσαν ακριβά όχι βέβαια την υποτιθέμενη ‘’προνομιακή’’ σχέση τους με τον διάβολο αλλά τον μισογυνισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας.

Έπειτα είναι το χρώμα της, μια ολόλευκη γάτα είναι μάλλον σπάνια και οπωσδήποτε παραπέμπει κάπου… Αν δεν το έχετε μαντέψει ήδη, η μυστηριώδης γάτα εδώ είναι το Άγιο πνεύμα. Σε μια αντιστροφή του συμβόλου, το περιστέρι μετατρέπεται στο αντίθετό του – για την ακρίβεια στον φυσικό του εχθρό, τη γάτα και φυσικά δεν πετάει αλλά κουλουριάζεται βολεμένη στο κρεβάτι και είναι τόσο εκφραστική ώστε σχεδόν την ακούς να ρονρονίζει. Προσέξτε επίσης ότι βρίσκεται δίπλα στη μητέρα όχι στο παιδί – ο πίνακας όλος επικεντρώνεται στο σώμα της Μαρίας: είναι ένας ύμνος στη γυναικεία ιδιότητα να φέρνει στον κόσμο τη νέα ζωή, στο θαύμα της μητρότητας. Ο Γκωγκέν με αυτή την αντιστροφή αποδίδει φόρο τιμής στο γυναικείο σώμα ενώ παράλληλα αντιπροτείνει στις στρεβλώσεις του δυτικού πολιτισμού, την ιερότητα του ανθρώπινου σώματος όπως την βιώνουν όσοι ζουν ενταγμένοι στη φύση, τη μητέρα όλων μας. Κι επίσης μια υπενθύμιση, ότι είμαστε όλα τα πλάσματα, ανθρώπινα και μη, ‘’παιδιά του Θεού’’ όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του πίνακα. Κι αυτός ο σεβασμός στο θαύμα της ζωής, είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο κοντά στο αληθινό περιεχόμενο του χριστιανισμού και στο πνεύμα των Χριστουγέννων.